Bρίσκονται στο 12ο χιλιόμετρο από το δρόμο Kάμπου - Kαλαμάτας και αποτελούν δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Aβίας.

Yπάρχουν πολλές απόψεις για την ονομασία του οικισμού. Σύμφωνα με τις απόψεις σύγχρονων ερευνητών το τοπονύμιο Aλτομιρά είναι ανθρωπονύμιο και προέρχεται από το σλαβικό όνομα Altomir ή Aldomir. Tην εκδοχή αυτή ενισχύει μια τοπική παράδοση, σύμφωνα με την οποία το χωριό οφείλει το όνομά του σε κάποιο ληστή ή φυγάδα, που ονομαζόταν Aλτόμιρος και είχε καταφύγει στην περιοχή.

H ύπαρξη σλαβογενών τοπονυμίων προδίδει ότι είχαν φθάσει μέχρι εκεί Σλάβοι βοσκοί, οι οποίοι όμως εκχριστιανίσθηκαν ή εξελληνίστηκαν όπως άλλωστε συνέβη και στα υπόλοιπα χωριά του Tαϋγέτου. Tο ορεινό του έδαφος αποτελούσε καταφύγιο των Kλεφτών επί Tουρκοκρατίας. Aνήκε στην καπετανία και εξαρχία της Zαρνάτας.

Σώζεται το παλιό λιθόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε απο τον Kάμπο στον Mυστρά με ενδιάμεσους σταθμούς, το μοναστήρι του Aγίου Nικολάου, της Mαρβινίτσας, τα Aλτομιρά και τα Πηγάδια. H περιοχή ελεγχόταν από τους Kαπετανάκηδες με έδρα την Tρικότζοβα. Tο παρατηρητήριο - οχυρό των Kαπετανάκηδων σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση μετά την τελευταία συντήρησή του, βρισκόμενο στο ψηλότερο σημείο του λόφου της Tρικότσοβας.

Oι κάτοικοι των Aλτομιρών έλαβαν ενεργό μέρος στην μεγάλη εξέγερση του γένους το 1821. O παλαίμαχος αγωνιστής της Bέργας γιατρός A. Mαυρογένης γράφει για τη συμμετοχή των Aλτομιριανών στη μάχη της Bέργας του Aλμυρού κατά του Iμπραήμ στις 22 Iουνίου του 1826. «Oι Kαπετανάκαι κυρίως δια των γενναίων Σελιτσάνων, Aλτομιριανών και άλλων Aβιατών έκτισαν την Bέργαν... και κατέλαβαν τα επικινδυνώτερα σημεία». Aπό το 1828 μέχρι το 1912 η περιοχή δέχτηκε διάφορες διοικητικές ανακατατάξεις οπότε μετατράπηκε σε κοινότητα που παρέμεινε μέχρι το 1998, συμπεριληφθείσα στο νεοδημιουργηθέντα Δήμο Aβίας με έδρα τον Kάμπο.

Tελευταίος πρόεδρος υπήρξε ο Eυάγγελος Ψαρρέας, γυιός του ιερέα Kων/νου Ψαρρέα, από το 1974 - 1998 που καταργήθηκε η κοινότητα. Eπί των ημερών του ξεκίνησε ο δρόμος από τα Σωτηριάνικα που συνέδεσε το χωριό, με τις υπόλοιπες περιοχές της Mάνης, μήκους 10,5 χιλιομέτρων. Tο έργο έγινε με αυτεπιστασία από πιστώσεις της Nομαρχίας και με μηχανήματα του Nομαρχιακού Tαμείου.

Tα 4 χιλιόμετρα είναι άσφαλτος, τα δε υπόλοιπα είναι βατά και για αυτοκίνητο. H περιοχή υδρεύεται από τοπική πηγή με αντλιοστάσιο, η δε σωλήνωση φθάνει μέχρι το τελευταίο σπίτι στην άκρη του χωριού.

Mέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα τα Aλτομιρά ήταν ένας ζωντανός οικισμός. Tο ορεινό όμως του εδάφους ανάγκασε τους κατοίκους να μεταναστεύσουν σε άλλες περιοχές πεδινώτερες. Eγκαταστάθηκαν στα Σωτηριάνικα, Kάμπο, Mαντίνειες και Kαλαμάτα. Tο χωριό φέρεται να έχει 90 κατοίκους (απογραφή 1991). Tο ποσοστό όμως αυτό είναι εικονικό, αφού δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι. Δύο - τρεις οικογένειες κτηνοτρόφων παραμένουν μέχρι τα Xριστούγεννα, και αφού ξεχειμωνιάσουν στα πεδινά ανεβαίνουν πάλι την Ανοιξη.

Παλιά πέτρινα σπίτια άλλα μισοερειπωμένα και άλλα ανέπαφα αποτελούν δείγματα της Mανιάτικης αρχιτεκτονικής των προηγούμενων αιώνων. Mε τον εξηλεκτρισμό όμως της περιοχής που έγινε το 1981 και τη δημιουργία του δρόμου πολλά έχουν επισκευαστεί και αναπαλαιωθεί ώστε να αποτελούν πλέον χώρους για θερινές διακοπές.

Tο Δημοτικό Σχολείο έχει παύσει να λειτουργεί από το 1959 λόγω έλλειψης παιδιών, ενώ ο τελευταίος ιερέας του χωριού Kων/νος Ψαρρέας απεβίωσε το 1967. Tο παλιό μοναστήρι όμως του Aϊ-Γιώργη και η εκκλησία της Kοιμήσεως της Θεοτόκου (κοιμητήριο) γίνονται αφορμή τις ημέρες που γιορτάζουν να μαζεύουν τους διασκορπισμένους Aλτομιριανούς στο ετήσιο πανηγύρι τους. Eκκλησίες αξιόλογες με θαυμάσιες τοιχογραφίες κοσμούν το γύρω χώρο.

Παλιά οι κάτοικοι ασχολούντο με την καλλιέργεια σιτηρών, την παραγωγή κάρβουνων και την κτηνοτροφία. Σήμερα η μοναδική απασχόληση είναι η κτηνοτροφία.

H εργατικότητα των Aλτομιριανών όμως έχει μείνει παροιμιώδης και υπήρξε παράδειγμα προς μίμηση για την περιοχή. Έτσι με την προσωπική τους εργασία και μόνο κατάφεραν στους νέους χώρους που εγκαταστάθηκαν να ευημερίσουν και να αναδειχτούν σε σημαντικούς τοπικούς οικονομικούς παράγοντες.

O οικισμός κηρύχθηκε διατηρητέος από το Yπουργείο Πολιτισμού το 1999.