ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Ἡ ἐπιστήμη, ο ἀέναος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς γνώσεως μὲ τὸν διαλογισμό, τὴν ὀξυδερκῆ παρατήρηση καὶ τὴν ἔρευνα, φωτίζει τὸ νοῦ, ἀνοίγει νέους ὁρίζοντες καὶ οδηγεί την ανθρωπότητα συνεχώς στην πρόοδο.

Οἱ κλασσικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι, ποὺ εἶχαν ἀναπτύξει σὲ ὕψιστο βαθμὸ τὸ θεωρητικὸ στοχασμό, τῆς ἀπέδωσαν καθαρῶς θεωρητικὸ σκοπὸ καὶ παραθεώρησαν τὴν ἀξία καὶ τὴ σημασία τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως, ἡ ὁποία, κατ’ αὐτοὺς δὲν ήταν αξιόλογη.

Η πρακτική όμως εφαρμογή του επιστημονικού λόγου ήταν αναπόφευκτη. Με τον Αρχιμήδη και τους διαδόχους του για παράδειγμα άρχισε να εξελίσσεται προοδευτικά ώστε σήμερα  κυριαρχεί στην Οικουμένη ως θετική επιστήμη και τεχνολογία.

Θα πρέπει βέβαια να διευκρινίσουμε ότι Ἐπιστήμη καὶ Τεχνολογία διαφέρουν, διότι ἡ Ἐπιστήμη παραμένει προσηλωμένη στὴν ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ κατάκτηση τῆς γνώσεως, ἐνῶ ἡ Τεχνολογία ἔχει ὡς ἐπιδίωξη τὴν ἀξιοποίηση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως, ως μέσου γιὰ να ὑπηρετήσει τις πρακτικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου.  Πολὺ χαρακτηριστικά, ὁ Ἀϊνστάϊν εἶχε τονίσει: «  Ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει σκοπούς, ἀλλὰ νὰ προσφέρει, τὸ πολύ, τὰ μέσα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη κάποιων σκοπῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συλληφθεῖ ἀπὸ προσωπικότητες ποὺ διαθέτουν ὑψηλότερα ἠθικὰ ἰδανικὰ».

Ἔσπευσε, ὡστόσο, νὰ σημειώσει πὼς «ἡ ἐποχή μας, εἶναι ἡ ἐποχὴ τῶν τελείων μέσων καὶ τῶν συγκεχυμένων σκοπῶν».  Αὐτή, ἡ τελευταία ρήση, προκαλεῖ ἕναν ἐπίμονο προβληματισμὸ.

Ἐάν, βέβαια, ὁ Ἀϊνστάϊν εἶχε ζήσει ὅλο τὸν προηγούμενο αἰώνα, ἕναν αἰώνα ἀνθρώπινης κακουργίας, μὲ ἐπαναστάσεις, παγκοσμίους θερμοὺς καὶ ψυχροὺς πολέμους, ἀλλὰ καὶ δοξασμένο ἀπὸ τὴ ραγδαία ἀνάπτυξη τῶν Θετικῶν Επιστημῶν καὶ τῆς Τεχνολογίας, ἴσως θὰ προβληματιζόταν περισσότερο. Ἡ πρόοδος τῶν Φυσικῶν Επιστημῶν καὶ ἡ ἔκρηξη τῆς Τεχνολογίας, ἡ ὁποία ἔχει προσλάβει φρενήρεις ρυθμοὺς στὴν ἐποχή μας, ἐγείρουν ἀπορίες καὶ συγκλονιστικὰ ἐρωτήματα.

Ποιὸ εἶναι, ὅμως, σήμερα, στὶς ἀρχὲς τοῦ 21ου αἰώνα, τὸ πνευματικὸ καὶ ἠθικὸ ἐπίπεδο τῆς κοινωνίας μας ώστε να απαντήσουν στα ερωτήματα αυτά;

Ὁ ὑλιστικὸς εὐδαιμονισμός, ποὺ κυριαρχεῖ στὰ προηγμένα οἰκονομικῶς κράτη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπιστημονικὰ καὶ τεχνολογικὰ ἐπιτεύγματα ποὺ πολλαπλασιάζονται ραγδαίως, δὲν ἀφήνουν στὸν ἄνθρωπο τὸν ἀναγκαῖο χρόνο γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ, σοβαρὰ και ἐπίμονα, μὲ τὸν ἐσωτερικό του ἑαυτό, ὥστε νὰ ἐπιτύχει, ὄχι μόνο τὴν διανοητικὴ καί γενικότερα την ἐγκυκλοπαιδική του συγκρότηση, ἀλλὰ καί νὰ κατορθώσει τὴν ἠθικὴ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητάς του, ὡς Ἀνθρώπου.  Σήμερα, «ὁ ἄνθρωπος βουβαίνεται πρὸς τὰ μέσα καὶ θαυμάζει πρὸς τὰ ἔξω», κατὰ τὸν βαθὺ λόγο τοῦ Θεοδωρακόπουλου.  Και έτσι του διαφεύγει η επιταγή του «γνώθι σἀυτόν».

Το κρίσιμο ερώτημα που γεννιέται είναι αν η Τεχνολογία πού βελτίωσε σημαντικὰ τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς μας, βοήθησε ἢ ἐμπόδισε τὸν ἄνθρωπο νὰ γίνει περισσότερο Ἄνθρωπος;  Τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ αὐτογενῆ καὶ αὐταπόδεικτη, ὑπέρτατη ἀξία τῆς ζωῆς ἢ ἔχει βαθύτατα καταρρακωθεῖ καὶ ὑποβιβασθεῖ, ἔναντι τῶν συγχρόνων ὑλιστικῶν ἀξιῶν, ἐπικυρώνοντας τὴν φοβερὴ ρήση τοῦ Νίτσε γιὰ τὴν «μεταξίωση τῶν ἀξιῶν» στὴν ἐποχή μας;

Τὰ εὐγενῆ ἰδεώδη του ἀνθρωπισμοῦ, ποὺ βλαστάνουν, φυσιολογικὰ θὰ ἔλεγα, στὸ πολίτευμα μίας αὐθεντικῆς Δημοκρατίας – ποὺ ἔχει ὡς σταθερὸ πυρήνα της, τὴν ἀξία τοῦ Ἀνθρώπου – υποβιβάστηκαν καὶ συρρικνώθηκαν στὶς ἡμέρες μας.

Ὁ μηχανοποιημένος καὶ κατακερματισμένος χαρακτήρας τῆς ἐργασίας στὶς τεχνοκρατικὲς κοινωνίες σήμερα, η σύγχυση πραγματικῶν καὶ πλασματικῶν ἀναγκῶν, ἡ πνιγηρὴ ἐντατικοποίηση τοῦ ρυθμοῦ τῆς ζωῆς στὶς μεγαλουπόλεις, ἡ ἐσωτερικὴ μοναξιά, τὸ ἄγχος καὶ ἡ ἀγωνία, ἀλλοτριώνουν βαθύτατα καὶ παρεμποδίζουν τὴν πνευματικὴ ὁλοκλήρωση τῶν ἀνθρώπων, ὡς Ἀνθρώπων αὐθεντικῶν.  Ἔτσι, πλήττεται βαριὰ ὁ Ἀνθρωπισμὸς καὶ δημιουργεῖται μία ἠθική, ἰδεολογική, καὶ τελικὰ ὑπαρξιακὴ σύγχυση τοῦ ὄντος.

Ως αποτέλεσμα κυριαρχεί ἡ προσήλωση στὴν ὕλη. Η αὐξανόμενη πνευματικὴ ἀδράνεια που παρατηρείται σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀπίσχναση τῆς βουλήσεως γιὰ βαθύτερο διαστοχασμὸ τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, οδηγούν στὴν κυριαρχία ενός στείρου ὀρθολογισμοῦ καὶ στὴν τυφλὴ πρακτικότητα τοῦ σύγχρονου ὑλιστικοῦ πολιτισμοῦ.

Μέσα στὸ κλίμα αὐτό, ζεῖ, μεγαλώνει καὶ ἐργάζεται ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας, μὲ ἀποτέλεσμα, τὸ ἔργο του νὰ ἐντάσσεται ἐπιτακτικὰ στὶς γενικότερες αὐτὲς αξιώσεις τῆς ἐποχῆς.  Ἡ ἔνταξη ὅμως αὐτή, ἐγείρει – ὀφείλει νὰ ἐγείρει – στὴν συνείδησή του, τὸ πρόβλημα τῆς ἠθικῆς εὐθύνης, ἀξιώνοντας τὴν ἄμεση, ὑπεύθυνη ἀντιμετώπισή του.

Ὁ ἐπιστήμονας, βαρύνεται μὲ πολύμορφη εὐθύνη γιὰ τὴν γνώση, ποὺ κατὰ κάποιο τρόπο παράγει καὶ προάγει.  Οφείλει νὰ προβλέπει ὁποιονδήποτε πιθανὸ κίνδυνο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν χρήση ἢ τὴν κατάχρησή της στὸ μέλλον γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν οἰκουμένη. Είναι υποχρεωμένος νὰ ἀποφασίζει μὲ ἄγρυπνη συνείδηση καὶ ὑπευθυνότητα, ἐὰν τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν του, πρέπει τελικὰ νὰ ἐφαρμοσθοῦν.  Κάθε ἐπιστημονικὸ ἐπίτευγμα φρονῶ πὼς πρέπει νὰ ἐξετάζεται ὄχι μόνο ὡς γνωστικὴ ἢ ὑλικὴ κατάκτηση, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἂν θὰ ἀποβεῖ εὐεργετικὸ ἢ ἐπιζήμιο, ἢ καὶ καταστροφικό, γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν ἔλεγχο αὐτό, οὐδεὶς ἄλλος μπορεῖ ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐπιβάλει στὴν συνειδητὴ ἐλευθερία τοῦ ἐπιστήμονα, παρὰ μόνον ἡ συναίσθηση τῆς ἀνθρώπινης καὶ γενικά, τῆς κοινωνικῆς του εὐθύνης.

Δυστυχῶς, ὅμως, οἱ ἀποφάσεις γιὰ τὴν χρησιμοποίηση ἀπὸ τὴν σύγχρονη τεχνολογία ἐπιστημονικῶν γνώσεων καὶ ἀνακαλύψεων δεν λαμβάνονται πάντοτε από τους επιστήμονες εκείνους που τις έχουν εφεύρει και οἱ πολλαπλὲς συνέπειες ἀπὸ τὴν χρήση τους δεν ἔχουν ὅσο καὶ ὅπως θὰ ἅρμοζε ὑπολογισθεῖ.  Γιὰ τοῦτο, συχνὰ οἱ στόχοι μίας ἐρευνητικῆς πορείας λοξοδρομούν.  Πολλοὶ διάσημοι ἐρευνητές, ὅπως ὁ Henri Becquerel, o Heinrich Hertz, καὶ ἄλλοι ἰσάξιοί τους, δὲν μπόρεσαν νὰ προβλέψουν τὶς πρακτικὲς ἐφαρμογὲς τῶν ἀνακαλύψεών τους.  Καὶ ὁ Oppenheimer, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν καταστροφὴ τῆς Χιροσίμα, ἔνιωσε βαριὲς τύψεις συνειδήσεως, διότι εἶχε τόσο ἀποφασιστικὰ συμβάλει στὴ διάσπαση τοῦ ἀτόμου, ποὺ βέβαια, δόξασε καὶ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὸ ὄνομά του, ἀλλὰ διέσπασε καὶ τὸ ἱερὸ κύρος τοῦ Ἀνθρώπου, προσφέροντάς του, τὴν φονικότερη δύναμη.  Κι’ ἀργότερα, ὁ Χάϊντεγγερ ὅταν πληροφορορήθηκε τὴν ἅλωση τοῦ γενετικοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, εἶπε πὼς «τώρα μόνο ἕνας Θεός, μπορεῖ νὰ σώσει τὴν ἀνθρωπότητα».

Τελικὸς σκοπὸς τῆς ἐπιστήμης πρέπει να είναι ὁ ἐξανθρωπισμὸς τῆς ζωῆς καὶ ὡς στόχος τῆς ζωῆς, ὁ ἐξανθρωπισμὸς τῆς ἐπιστήμης, ὥστε νὰ ὑπηρετεῖται ὁ Ἄνθρωπος.  Διότι μόνο μὲ τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ πρὸς τὸν Ἄνθρωπο, μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀποτελεσματικὰ ὁ ὑλισμὸς καὶ ὁ ὑπέρμετρος εὐδαιμονισμός, ποὺ κυριαρχεῖ καὶ ὁρίζει τὴν ἐποχή μας, καὶ μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ τιθασευθεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ ἀναρχία.  Ὁ ἐπιστήμονας ὀφείλει νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι πάνω ἀπὸ ὅλα βρίσκεται, ἀμετάθετος καὶ ἀναντικατάστατος, ὁ Ἄνθρωπος. Καὶ ὅπως, πολὺ εὔστοχα, ὅρισε ὁ Κάντ: «ὁ ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται ποτὲ ὡς μέσον γιὰ κάποιο σκοπό, ἀλλὰ νὰ θεωρεῖται αὐτός ὁ ἴδιος ὁ τελικὸς σκοπός».

Γιὰ νὰ παραμείνουν ὅμως, οἱ στόχοι τῆς ἐπιστήμης ἀνθρωποκεντρικοί, κρίνεται ἀπολύτως ἀναγκαῖος ὁ ἐπανακαθορισμός τους ἀπὸ «προσωπικότητες μὲ ὑψηλὰ ἠθικὰ ἰδανικά», κατὰ τὸν Ἀϊνστάϊν, δηλαδὴ ἀπὸ ἔντιμους, ὑψηλόφρονες, συνεπεῖς καὶ ἀνιδιοτελεῖς, διορατικούς, εἰλικρινεῖς καὶ ἀντικειμενικοὺς ἀνθρώπους δηλαδή από επιστήμονες– Ανθρωπιστές.

Καὶ γιὰ τὸν μεγάλο καὶ κρίσιμο αὐτὸ σκοπό, κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ ἀνθρωπιστική τους συγκρότηση καὶ καλλιέργεια, ἡ βαθιὰ γνώση τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ἠθικοῦ τους καθήκοντος, ἡ ὀρθὴ ἀντίληψη περὶ τοῦ ἀληθινὰ συμφέροντος τὸν Ἄνθρωπο, καθὼς καὶ μία ἀνεπτυγμένη κοινωνικὴ συνείδηση ἠθικῆς καὶ ἀλληλεγγύης. Διότι φρονώ ότι στόχοι ἀμετακίνητοι τῆς ἐπιστήμης πρέπει νὰ εἶναι ἡ βελτίωση τῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς υπάρξεώς του, ἡ μετάδοση τῆς γνώσεως προς όλους, ἡ καταπολέμηση τῆς ἀμάθειας καὶ τῶν προλήψεων, ἡ ὁλόπλευρη καλλιέργεια σὲ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ κατάληξη τὸν σταθερὸ φωτισμὸ τῆς συνειδήσεώς του, ἡ φροντίδα γιὰ τὸ περιβάλλον, ἡ διασφάλιση τῆς εἰρήνης τοῦ κόσμου, τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν δραστικὸ περιορισμὸ τῆς δυστυχίας και της φτώχειας ὁπουδήποτε γῆς.

Ὅλα ὅμως αὐτά, μποροῦν νὰ ἐπιτευχθοῦν, μόνο μέσα ἀπὸ ἀνθρωποκεντρικότερη σκέψη καὶ θεώρηση τοῦ ἐπιστήμονα.  Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς, ἐντοπίζεται ἡ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη τῆς συνδρομῆς τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὡς τοῦ ὑψίστου σκοποῦ τῆς ἐπιστήμης.  Διότι ἡ ὀρθὴ λειτουργία μίας ἀνθρώπινης κοινωνίας, κορυφώνεται στὸ βαθὺ ἐξανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἠθικὴ ὁλοκλήρωση τῶν μελῶν της, στην αρμονική συμβίωσή τους.

Παρὰ τὴν πολυμορφία τῶν κατευθύνσεων καὶ τῶν πραγματώσεων ποὺ καλύπτει ὁ ὅρος Ανθρωπισμός από εποχή σε εποχή, στὸ βάθος του, παραμένει οὐσιαστικὰ ἀναλλοίωτος.  Καὶ σὲ τοῦτο, τὸ μέγιστο ἐπίτευγμα, πάλι ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα ἄνοιξε τὸ δρόμο, θεσπίζοντας τὸν ἄνθρωπο – βιολογικὸ ὄν, πρὸς τὸν ἄνθρωπο –  θεωρητικὸ ὄν, μέτρο τῶν πάντων. Τὸ πλάσμα, ποὺ ἀνακαλύπτει τὴν ἀξία τοῦ νοῦ, τοῦ λόγου καὶ τὸν θέτει κυβερνήτη τῆς θεωρίας ἀλλὰ καὶ τῆς ζωῆς του.

Γιὰ νὰ ἔλθει ἀργότερα ἡ θρησκεία τοῦ Ναζωραίου καὶ νὰ τὸν ὑψώσει μὲ τὸ μεγαλείο τῆς ἀγάπης.  Ἀλλά καὶ τὰ πνευματικὰ κινήματα ποὺ ἀκολούθησαν τούς χρόνους τῆς Ἀναγεννήσεως, καθὼς καὶ τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰώνα, επιδίωξαν να εφαρμόσουν τὶς ἀρχὲς τοῦ κλασσικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, μὲ τὸν ἀναλλοίωτο πυρήνα του, την αξία του Ανθρώπου.

Σήμερα, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὑποβιβάζεται καὶ γίνεται ἀντικείμενο, ἀριθμός, ποὺ πωλοῦνται καὶ ἀγοράζονται οἱ ὑπαρκτικές του ἀνάγκες καὶ τὰ ἰδανικά του, ἀποτελεῖ κρισιμότατο χρέος τοῦ αἰώνα μας, νὰ συνειδητοποιήσει ἡ κοινότητα τῶν ἐπιστημόνων τὸν κίνδυνο για τον Άνθρωπο καὶ νὰ ἀντιδράσει ἀποτελεσματικά.  Δαμάζοντας τὴν τεχνοκρατία, μεταλλάσσοντας ἀποφασιστικὰ τὸ ὑλιστικὸ ὑπόβαθρο τῆς κοινωνίας καὶ ἀποκαθιστώντας τὸν ἀνθρωπισμό, ὡς ἀπαραίτητη ἀξίωση τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος γιὰ κάθε ἐποχή.  « Ὁ ἀνθρωπισμός μας, λέγει ὁ καθηγητὴς Τατάκης, ποὺ θέλουμε νὰ πραγματώσουμε, πρέπει νὰ ἔχει τόσο πλάτος καὶ βάθος, ὥστε νὰ περιλάβει ὅλα τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, βάζοντας τὸ καθένα στὴ σωστή του θέση».

Αὐτός, ὁ νέος ἀνθρωπισμός, ὀφείλει νὰ συμβιώσει καὶ νὰ λειτουργήσει ἁρμονικά, μὲ τὴ σύγχρονη, πολύμορφη καὶ πολυδύναμη ἐπιστήμη, καὶ στὸ ἠθικό, καὶ στὸ διανοητικό, καὶ στὸ ὑλικὸ πεδίο τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου.  Διότι δὲν ἀπορρίπτει τὸν τεχνικὸ πολιτισμὸ μὲ τὶς τεχνολογικές του κορυφώσεις, ἀλλὰ τὸν ἀξιοποιεῖ, τὸν προάγει και  τὸν ἐξανθρωπίζει. Ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ τεχνολογία, ὀφείλουν νὰ ἀποκαταστήσουν μία γόνιμη σύζευξη μὲ τὰ κελεύσματα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ὥστε νὰ ἀντικρύσουν τὸν ἄνθρωπο ὡς ψυχοσωματικὸ ὄν.

Ἕνα τέτοιο συνειδητὸ ἀντίκρυσμα σημαίνει πὼς ὁ τεχνολογικὸς πολιτισμὸς δὲν βρίσκεται σὲ διάσταση μὲ τὸν πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ πὼς καὶ οἱ δυὸ χρειάζονται καὶ ὀφείλουν νὰ συνεργασθοῦν γιὰ τὸ καλό του ἀνθρώπου, τοῦ ὄντος, ποὺ βρίσκεται, ἀπὸ καταβολῆς τοῦ κόσμου, ἐπικεφαλῆς τῆς Δημιουργίας ὅλης.  Συνειδητοποιώντας ὁ σύγχρονος ἐπιστήμονας τὴν ἄποψη αὐτή ὀφείλει νὰ κατευθύνει τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ὅλη δράση του πρὸς τὴν σταθερὴ προαγωγὴ καὶ ἀνύψωση τοῦ ἀνθρώπου.  Ἔτσι θὰ τὸν προφυλάξει καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση, ποὺ τὸν ὁδηγεῖ στὸν ὀντολογικό του ὑποβιβασμό, καὶ ἀπὸ τὴν μηχανοποίηση τοῦ βίου του, καὶ ἀπὸ τὸν ὑλιστικό του ἐναγκαλισμό, ἀποσαφηνίζοντας τοὺς «συγκεχυμένους σκοπούς» τῶν καιρῶν μας, κατὰ Ἀϊνστάϊν, καὶ ἐπανατοποθετώντας, ὡς ὕψιστο αἴτημα τῆς Ἱστορίας, τὸν συνεχῆ ἐξανθρωπισμὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Διαφορετικά ἡ ζωὴ θὰ καταντήσει ἕνας διαρκής ἐφιάλτης …