ΜΑΝΗ (Μέσα Μάνη). Ο ΤΟΠΟΣ, ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟI, ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ

ΔΙΚΑΙΟΥ Β. ΒΑΓΙΑΚΑΚΟΥ, δ .Φ .

Διευθυντοϋ τοΰ Κέντρου Συντάξεως

τοϋ Ιστορικού Λεξικού τής ’Ακαδημίας ’Αθηνών

 

Την Μάνην, ό Μανιάτης στιχουργός Νικήτας Νηφάκος (1798), διέκρινεν εις τρία τμήματα :

Tο μέρος τ’ ανατολικόν λέγεται Κάτω Μάνη

οπού μπαμπάκι περισσό και βελανίδι κάνει.

Τα άλλα δύο δυτικά ’Έξω καί Μέσα Μάνη.

…………………………………………………………..

’Από τήν Κελεφά κ` εκεί κατά την Καλαμάτα

καί έως τήν ‘Αγια Σιών λέγεται ’Έξω Μάνη

μετάξι, λάδι περισσό καί πρινοκόκκι κάνει.

 

Τά υπόλοιπα προς νότον χωρία :

Καί Μέσα Μάνη λέγονται καί είναι oλ’ άράδα

 ορτύκια και φραγκόσυκα ή πρώτη τους ίντράδα.

 

Σήμερον διακρίνεται εις Προσηλιακήν (’Ανατολικήν — ’Επαρχίαν Γυθείου) καί Άποσκερήν (Δυτικήν — ’Επαρχίαν Οίτύλου).

 

Ο ΤΟΠΟΣ

’Εκείνος ό όποίος διασχίζει τήν Πελοπόννησον κινούμενος άπό βορράν, έως ότου φθάση εις τό νοτιώτατον αυτής άκρον, τήν Μάνην, καί άτενίση τό Ταίναρον καί τήν Μεσόγειον, θά εχη γνωρίσει έν τω μεταξύ τήν ποικίλην έναλλαγήν τοϋ Ελληνικού τοπίου.

Όταν όμως προχωρήση προς νότον άπό τήν Καλαμάταν ή περάση τό Γύθειον καί άπό τήν Πύλην τοϋ Βοιτύλου — όπως έκάλουν οί Βυζαντινοί την σημερινήν θέσιν Σταυρός ή Λασκαριάνικα — εισέλθη εις τον χώρον τής έπαρχίας Οίτύλου, τότε θά εύρεθή πρόσωπον με πρόσωπον με τό άντι- προσωπευτικώτερον τμήμα τής Μάνης. Τότε αρχίζει να άντιλαμβάνεται ότι εύρίσκεται εις περιβάλλον εντελώς διαφορετικόν. Έδώ, εις την είσοδον τής Μάνης, σταχτόμαυρον καί όλόγυμνον, τραχύ καί άπότομον, άποκομμένον άπό τόν όρεινόν όγκον τού Ταϋγέτου, διά νά άφίνη μίαν διάβασιν προς επικοινωνίαν μεταξύ τής ’Ανατολικής καί Δυτικής Μάνης, ορθώνεται τό βουνόν τού Προφήτου Ήλία τής Άρεοπόλεως καί μέ εκφρασιν αύστηράν εποπτεύει, ώς άρχαίος Σπαρτιάτης έφορος, τούς εισερχομένους εις τά άδυτα τής Μάνης. Άπό έδώ καί πέρα χαλύβδινον είναι τό ύφος τού τόπου. Ό έπισκέπτης άπό τά πρώτα του βήματα εύρίσκεται εις μίαν γήν γεμάτην άπό πέτραν καί άντίστασιν. “Εχει άμέσως τήν έντύπωσιν τής γεωμετρικής λιτότητος, τήν όποιαν παρέχει μέ αφθονίαν ή πέτρινη μορφή καί ή ξέρα τής γής. Τό τοπίον άποκαλύπτεται στεγνόν καί αύστηρόν. Ό,τι ύπάρχει έκεϊ είναι έκφραστικόν καί σφικτοδεμένον μέ τόν χώρον καί τό πνεύμα τού τόπου· ή γαλανή θάλασσα μέ τήν ήρεμον παραλίαν, τά σπήλαια μέ τά άφρισμένα κύματα, τά βουνά μέ τούς βράχους, οί βράχοι μέ τούς πύργους, οί πύργοι μέ τούς άνδρας τού τόπου, ή σκληρά γή μέ τά πέτρινα συγκροτήματα τών χωρίων, ή έλιά μέ τήν βυζαντινήν έκκλησίαν, ό βοριάς μέ τήν χαράδραν, ή χαράδρα μέ τά φαντάσματα, τά φαντάσματα μέ τήν έκδίκησιν, ή έκδίκησις μέ τήν γυναίκα καί ή Μανιάτισσα μέ τό μοιρολόγι.

Πέτρινη είναι ή γή. Τό κόκκινον χώμα της είναι όλίγον. Τό γυμνόν κορμί της τό ζεματίζει ό καυτερός ήλιος τό καλοκαίρι καί τό μαστιγώνει άλύπητα κατά τόν χειμώνα ό δυνατός βοριάς, πού ξεχύνεται μανιασμένος, σάν άζυγος ταύρος, άπό τήν κορυφογραμμήν τού Ταϋγέτου, ξερριζώνει τά μικρά καί άδύνατα έλαιόδεντρα καί κάμνει νά χτυπούν άπό τήν όρμήν του οί καμπάνες τών έκκλησιών.

Τότε καί ή θάλασσα κλαίει καί μοιρολογεί, τό κύμα βογγά είς τά σπήλαια, τάς φωλεάς αύτάς τών τρομερών κουρσάρων.

Όγκος βαρύς καί άδυσώπητος είναι τά βουνά της. Πυργοφύλακτα είναι τά χωρία της καί όπως είναι σήμερον βυθισμένα είς τήν έρήμωσιν καί τήν σιωπήν, δυσκόλως ομιλούν είς τόν έπισκέπτην διά τήν ιστορίαν τους καί τήν ιστορίαν τού τόπου.

Καί καθώς προχωρεί ό έπισκέπτης διά νά φθάση καί περιπατήση είς τήν καρδίαν τής Μάνης, βλέπει νά τόν άκολουθή ή πέτρινη ράχη σταχτόμαυρη καί γυμνή, εως κάτω είς τήν θάλασσαν, όπου μέ τό Ταίναρον, καθώς μέ μίαν πελωρίαν γρανιτένιαν λόγχην, λογχίζει τήν Μεσόγειον.

Εκεί φράσσει τόν δρόμον ή άχανής θάλασσα, ή όποια ένώνει τον τόπον μέ τήν ’Αφρικήν. Τότε ξεκουράζεται τό βλέμμα με την άπεραντοσύνην του όρίζοντος.

Τά σύνορα του τόπου προς τήν θάλασσαν διαγράφει τό Ταίναρον (ό κάβος Ματαπάς) καί ή άκρα Θυρίδες (ό κάβο Γκρόσσος).

Είς τό Ταίναρον οί αρχαίοι εϊχον θέσει τήν Πύλην του “Αδου καί φύλακα αύτής τόν Κέρβερον, τόν χαλκεόφωνον τρικέφαλον κύνα, καί άπό εκεί κατήλθεν ό Όρφεύς εις τόν “Αδην διά νά εύρη τήν Εύρυδίκην του.

 

Εις τήν ακραν τον Ταινάρου

επί βράχων αποτόμων

ήν ή θύρα τον Ταρτάρου

 

ψάλλει ό ποιητής τής ρομαντικής έποχής Δημ. Παπαρρηγόπουλος.

Καί πέραν άπό εδώ απλώνεται ή Μεσόγειος άλλοτε γαλανή καί γαλήνια καί άλλοτε μελανή καί άφρισμένη καί σμίγει μέ τήν στεριάν πότε είς τήν ήρεμον αμμουδιάν ή τήν βοτσαλόσπαρτον παραλίαν καί πότε είς όρθοκομμένα, καταξεσχισμένα καί διάτρυτα άπό σπήλαια πελώρια βράχια.

Τό μεγαλεΐον των άκτών τής Μάνης μάς δίδει ή σύγκρουσις τής ξηράς μέ τήν θάλασσαν, τοϋ βράχου μέ τό κύμα. Μανία του νερού είναι νά ξεθεμελιώση τόν βράχον.

Του επιτίθεται ορμητικά μέ διαδοχικά άφρισμένα κύματα πού κυλούν άπό μακρυά, θαρρείς καί παίρνουν φοράν, διά τήν έπίθεσίν τους, τόν γδέρνουν καί ξεσχίζονται τά ίδια επάνω του, τόν τρυποϋν καί όρμουν άπό τά όρθάνοιχτα σπήλαια είς τά σωθικά του, άλλά καί έκεινος μέ πείσμα τά ξεσχίζει καί τά ξερνά μέ τήν ιδίαν λύσσαν άπό τά σπλάχνα του.

Καί είναι ή πάλη αύτή ένας άγριος βόγγος, πού τήν νύχτα ξεχύνεται είς τήν στεριάν καί προκαλεϊ τόν τρόμον. Είναι ενα σπαρακτικόν μανιάτικον μοιρολόγι τοϋ δικιωμού.

 

— Λέγουν ότι, όταν πνέη

 ό βορράς μετά μανίας

 καί ή θύελλα παλαίη

 επί των ’Ωκεανών,

ήχεϊ άσμα αλγεινόν

εν τω μέσω τής σκοτίας.

 

Τότε ό φαροφύλαξ τού Ταινάρου είς τό έρημητήριόν του διερωτάται:

 

Είναι στόνος τον βορέως

 Διεγείροντος τήν φρίκην

ή τό άσμα τον Όρφέως

κλαίοντος τήν Ευρυδίκην;

 

Τρομάζει έπίσης καί όταν παραπλέη κανείς τόν Κάβο Γκρόσσον, τον ροώδη αυτόν κρημνόν διά το ύπαντρον αυτού τε καί τής παραλίας.

Οί παλαιοί ναυτικοί καί διά τήν διαρκή έκεΐ τρικυμίαν καί διά τόν φόβον των κρυπτομένων εις τά σπήλαια κουρσάρων έλεγον:

 

’Από τον Κάβο Ματαπά, σαράντα μιλιά μακριά

κι από τον Κάβο Γκρόσσο,

σαράντα κι άλλο τόσο.

 

Μόνον τήν άνοιξιν ένας πράσινος τάπης, κεντημένος με πολύχρωμα αγριολούλουδα, δίδει μίαν πρόσχαρον έκφρασιν εις τόν τόπον. Τότε όλα είναι διαφορετικά καί χαρούμενα.

Ή Μάνη, ένω ανήκει εις τόν Λακωνικόν χώρον, είναι έντελώς διάφορος άπό αύτόν. Δημιουργός καί πλάστης του χώρου είναι ό Ταΰγετος. Αυτός τήν συνδέει με τήν ύπόλοιπον Λακωνίαν, τήν όποιαν όμως έπλασε πολύ διαφορετικήν. Έχάρισε πλουσιοπαρόχως εις αυτήν τό χώμα καί τό νερό, τό πράσινον καί τήν εύφορίαν τής γής καί άφήκεν εις τήν Μάνην τήν πέτραν καί τήν ξηρασίαν, τήν γυμνότητα καί τήν άφορίαν του τόπου. Τήν διεμόρφωσεν έτσι έντελώς διαφορετικήν, στρατιωτικήν τήν ψυχήν καί τήν λιτότητα.

Διά τούτο ή Μάνη έχει ΐδικήν της ψυχοσύνθεσιν καί ιστορίαν, έχει ίδικήν της φυσιογνωμίαν καί προσωπικότητα, τήν όποιαν εκφράζουν οί πύργοι καί τά έθιμα, ή έκδίκησις καί τό μοιρολόγι, ή άπήχησις τής Βυζαντινής ζωής μέ τό πλήθος τών Βυζαντινών εκκλησιών, ονομάτων καί τοπωνυμίων, ή δωρική παράδοσις, τό ήρωϊκόν πνεύμα του τόπου καί ό έλεύθερος βίος κατά τήν Τουρκοκρατίαν. Ή Μάνη έμεινε δωρική εις τήν ψυχήν καί τήν έκφρασιν τοϋ τόπου της, παρουσιάζει εις τόν επισκέπτην της έντονον τήν έκδήλωσιν του ψυχικού της κόσμου είτε εις τήν μορφήν τών άνθρώπων της είτε εις τό περίγραμμα τών βουνών καί τών βράχων είτε εις τό παράστημα τών πύργων της, πού υπερήφανοι καί αύστηροί σπαθίζουν άλύγιστοι τόν όρίζοντα.

Σκληρά καί άγέλαστος είναι ή μορφή της, όπως καί ή μορφή τής Μανιάτισσας. “Ολη ή χώρα τής Μάνης έχει φυσικόν της προνόμιον τήν λιτότητα καί τήν φτώχειαν, πράγματα πού τής έκληρονόμησαν ώς φυλετικήν άρετήν της τήν φιλοξενίαν καί τήν υπερηφάνειαν, μίαν όμως ύπερηφάνειαν όχι ώς άρρωστημένην έκφρασιν κούφης ψυχής, άλλ’ ώς σφραγίδα μιας έκδηλώσεως άνθρωπίνης άξιοπρεπείας ή όποία δεν δελεάζεται ούτε δαμάζεται άπό φθαρτά υλικά συμφέροντα, αλλά τροφοδοτείται καί κρατύνεται μέ τό νάμα τών ιδανικών τής παραδόσεως καί του έθνους.

Ή Μάνη είναι σφιχτοδεμένη μέ τήν παράδοσιν. Εννοεί νά βραδυπορή εις τάς έκδηλώσεις τοϋ βίου, τάς όποιας δημιουργεί ό σύγχρονος υλικός πολιτισμός καί κινδυνεύει νά άποθάνη άπό τήν έπικράτησίν του, έπικράτησιν ή οποία προεκάλεσεν εις αυτήν τήν έρήμωσιν των χωρίων της.

Επιμένει όμως ό τόπος νά μείνη άφθαρτος καί άδιάφθορος, πέτρινος εις τήν ψυχήν, άλλά καί εις τήν μορφήν καί τήν εκφρασιν καί ό Μανιάτης, όταν πλέον άποθάνη, θέλει νά μή μείνη άκλαυτος, άλλά νά τον μοιρολογήση ή Μανιάτισσα με τήν «στονόεασαν άοιδήν» της καί νά «επιστενάχωνται» αί άλλαι γυναίκες του τόπου. Δύσκολος είναι ή άνατομία τής Μάνης καί ή παρουσίασις του χαρακτήρος των άνθρώπων της, οί όποιοι ζουν καί κινούνται εις τόν χώρον της. Δι` αυτούς εγραψεν ό Παλαμάς εις τήν «Φλογέρα του Βασιλιά» :

 

Νά οι Μανιάτες!

Κ’ είναι όπως οϊ βράχοι τους καί σονβλεροί κι ολόρθοι

 κι ολόγυμνοι κι άπάτητοι και ξεμοναχιασμένοι.

Τα Κακοβούνια, ό Ματαπάς, Κουρσάροι για Κουρσάρους.

 

Ή Μάνη παρουσιάζεται κατοικουμένη ήδη άπό τήν παλαιολιθικήν εποχήν. Τούτο άποδεικνύουν τά εύρήματα καί βραχογραφίαι του σπηλαίου «’Αλεπότρυπα», καθώς άνεκοίνωσε τόν παρελθόντα ’Οκτώβριον ό Έδουάρδος Ήλιόπουλος εις τό ’Αρχαιολογικόν Ίνστιτοϋτον τού Λονδίνου.

Άπό τήν έποχήν όμως τού ‘Ομήρου εχομεν μαρτυρουμένας πόλεις τόν Λαν καί τήν Μέσσην, τό Βοίτυλον καί τήν Καρδαμύλην, τήν Ένόπην καί τήν Ίρήν.

Κατά μίαν μάλιστα πρόσφατον θεωρίαν τού καθηγητοϋ Χρ. Χρήστου, οί έγκατασταθέντες εις τήν Λακωνίαν Δωριείς ήλθον διά θαλάσσης άπό των άκτών τής Μάνης. Πάντως, ή Μάνη εις τό γλωσσικόν αυτής ιδίωμα, καί εις τά τοπωνύμιά της είναι τό μόνον τμήμα τής Λακωνίας, τό όποιον διατηρεί δωρικά στοιχεία.

Εις τό Ταίναρον έπίσης ύπήρχεν άπό τής έποχής έκείνης ιερόν ‘Ηελίοιο άνακτος, τό όποιον, κατά τήν παράδοσιν, ό ’Απόλλων παρεχώρησεν εις τόν Ποσειδώνα καί ώς αντάλλαγμα ελαβε τήν ύπό τούτου κατεχομένην Πυθώ (Δελφούς) : «καί φασί τον θεόν τούτον (τόν Ποσειδώνα) άλλάξασθαι προς ’Απόλλωνα Ταίναρον άντιδόντα Πυθώ». Τά ερείπια τού ναού του Ποσειδώνος σώζονται καί σήμερον εις τό Ταίναρον.

‘Η ζωή τού τόπου συνεχίζεται μετά ταϋτα καί κατά τήν περίοδον τού Κοινού των ’Ελευθερολακώνων (24 π.Χ.), τού όποίου τάς δεκαοκτώ πόλεις άναγράφει ό περιηγητής Παυσανίας (180 μ.Χ.). Έκτοτε σιωπή καλύπτει τόν ιστορικόν βίον τής χώρας. Τήν σιωπήν διακόπτει μόνον ή πληροφορία τού βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (527 μ.Χ.), λέγοντος ότι τό 468 ό άρχηγός τών Βανδάλων Γιζέριχος έπετέθη έναντίον τής Καινηπόλεως (σημερινής Κυπαρίσσου), άλλ’ άπεκρούσθη : «Γιζέριχος επισκήψας ποτέ τοίς εν Πελοποννήσω χωρίοις Ταινάρω προσβαλεϊν έπεχείρησεν. Ένθέδε δε κατά τάχος άποκρουσθεις καί πολλούς των οι επομένων άποβαλών άνεχώρησεν ούδενί κόσμω». Άργότερον δέ ό Βελισσάριος, έκστρατεύων κατά των Βανδάλων, έπέρασεν άπό το Ταίναρον καί παρέμεινεν εις τήν Καινήπολιν — «Ταινάρω προσέμιξαν ή νυν Καινήπολις επικαλείται», ίσως διά να χαιρετίση τήν πόλιν διά τήν νίκην της κατά τών Βανδάλων. Μήπως προς τό γεγονός τούτο σχετίζεται καί ή ιδρυσις τής εύρεθείσης τελευταίως κατά τάς άνασκαφάς τής Αρχαιολογικής Εταιρείας ύπό του καθηγητοϋ Ν. Δρανδάκη εις τήν Καινήπολιν παλαιοχριστιανικής βασιλικής τοϋ πέμπτου αίώνος;

Άργότερον, έπί Λέοντος τοϋ Σοφού (886 – 912), διά πρώτην φοράν γίνεται γνωστή ή περιοχή υπό τό όνομα Μαϊνη, καί άναφέρεται ώς έδρα έπισκόπου. Τό όνομα τούτο διετήρησεν ό τόπος καί κατά τήν Φραγκοκρατίαν, ότε μαρτυρείται τό Κάστρον Μαϊνης, κατά δέ τήν Τουρκοκρατίαν έχομεν τον σημερινόν τύπον τοϋ όνόματος Μάνη. Κατά τά τελευταία έτη τής Τουρκοκρατίας ή Μάνη διά λόγους ίστορικοΰ γοήτρου εκλήθη Σπάρτη.

Ενδιαίτημα τής έλευθερίας υπήρξε καί ό τόπος καί οί πύργοι του καί έλεύθεροι έζησαν έκει οί άνθρωποι κατά τήν περίοδον τής δουλείας. Είς ορχήστραν ’Άρεως είχε μεταβληθή ή Μάνη κατά τήν Τουρκοκρατίαν καί έκεΐ έγινεν ή πρώτη έπανάστασις τό 1463 υπό τόν Κροκόδειλον Κλαδάν. Έκει κατήλθον οί Όρλώφ καί έγινε τό κίνημα τοϋ 1770 καί τήν Μάνην ύπελόγιζον ώς έπαναστατικήν δύναμιν ό Ρήγας, ό Κοραής, ό Ναπολέων, ή Φιλική Εταιρεία, ό Ύψηλάντης καί αυτός ό Θ. Κολοκοτρώνης.

Ελεύθεροι οί Μανιάται έξεκίνησαν πρώτοι τήν 17ην Μαρτίου 1821 άπό τήνΆρεόπολιν ύπό τόν Πετρόμπεην Μαυρομιχάλην καί άπηλευθέρωσαν τήν Καλαμάταν καί έκλεισαν τελευταίοι τόν ’Ιούνιον τοϋ 1826 τήν αυλαίαν τοϋ πολέμου είς τό Αλμυρόν καί Διρόν, όπου έταπείνωσαν μόνοι αύτοί τόν φοβερόν είς όλους καί τήν Ελλάδα έρημώσαντα Ίμβραήμ πασάν. Έπολέμησαν είς τό Διρόν καί αί γυναίκες με τά δρεπάνια καί έρριψαν είς τήν θάλασσαν τούς άποβιβασθέντας έκεΐ Τουρκοαιγυπτίους καί έχόρευσαν τόν νικητήριον παιάνα :

 

Τούρκοι, Τούρκοι δεν ντρεπώστε

με γυναίκες να μαλώστε;

Οι άντρες μας δεν είν εδώ,

λείπουν όλοι ’ς τ’ ‘Αλμυρό.

Τά δραπάνια μας κρατούμε,

τα κεφάλια σας πετούμε.

 

Συνεχίζοντες δέ τό ήρωϊκόν πνεϋμα τοϋ τόπου, πολλοί έξ αυτών ώς έθελονταί ήγωνίσθησαν καί έπότισαν διά τοϋ αίματός των τό δένδρον τής έλευθερίας καί τής Κρήτης καί τής ’Ηπείρου καί τής Μακεδονίας. ’Αναπαύονται τα όστά των είς τάς χώρας αύτάς καί άγάλλονται αί ψυχαί των εις τον ουρανόν, διότι ή θυσία των δέν έγένετο έπί ματαίω. Εΐμεθα καί ήμεΐς υπερήφανοι διά τούς συμπολίτας μας ’Εκείνους. Αίωνία προς Αυτούς ή εύγνωμοσύνη του έθνους καί αίωνία ή μνήμη Των! “Αν κανείς ήθελεν έπιγραμματικώς να χαρακτηρίση τόν τόπον θά ελεγε : Μάνη, ή χώρα των Βυζαντινών ’Εκκλησιών, τών πύργων καί τον μοιρολογιού!

 

ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ

“Εντονον εχομεν είς τόν τόπον καί τήν παρουσίαν τού Βυζαντίου καί είς τήν γλώσσαν καί είς τήν τέχνην, τήν όποίαν επιμαρτυρεί σήμερον ένα σύνταγμα καλλιτεχνικών ναών από τοΰ 9ου εως του 13ου αίώνος, ναών κατά πολύ παλαιοτέρων έκείνων τής Βυζαντινής νεκροπόλεως τού Μυστρά. Τών ναών τούτων ή κομψότης καί ή ποικιλία, ή αρμονία τών μορφών καί αί τοιχογραφίαι άντιπροσωπεύουν τήν τέχνην τής πρωτευούσης καί όχι τήν τέχνην έγχωρίου έργαστηρίου. Είς τήν Μάνην, κατά τούς ειδικούς, πρέπει νά άναζητήσωμεν τήν πηγήν έκ τής όποιας άπέρρευσεν ή άρχιτεκτονική τού Μυστρά.

Διάσπαρτοι είναι είς όλην τήν Μάνην οί Βυζαντινοί ναοί, τών όποιων οί περισσότεροι ευρίσκονται είς τήν Μέσα Μάνην. Ή παρουσία των έκει θέτει εν ιστορικόν πρόβλημα, τό όποιον άναμένει τόν ειδικόν έρευνητήν διά νά δώση τήν λύσιν. Ή σημερινή των κατάστασις απαιτεί τήν στοργήν τών άρμοδίων, διά νά άποφευχθή ή καταστροφή των, πράγμα τό όποίον θά είναι άνεπανόρθωτος ζημία διά τήν έπιστήμην καί άνεξάλειπτος δι’ όλους μας έντροπή. Είναι οί ναοί ούτοι : Του 9ου αίώνος ό “Αγιος Προκόπιος τον Μεζάπου καί ό Άσώματος της Κίττας, του 1025 ό “Αγιος Πέτρος του Γκλέζου, τοΰ 11ου αίώνος είναι ό Ταξιάρχης τον Γκλέζου, ό Ταξιάρχης τής Χαρούδας, ό Σωτήρας τής Γαρδενίτσας καί ό “Αγιος Στρατηγός τών Μπουλαριών, τοΰ 1075 ό “Αγιος Θεόδωρος, τής Βάμβακας, τοΰ 12ου αίώνος ό “Αγιος Σέργιος και Βάκχος (Τουρλωτή) τής Κίττας, ό “Αγιος Νικόλαος τής ’Οχιάς, ή ‘Αγία Βαρβάρα τής ’Ερήμου, ή Βλαχέρνα καί ή ’Επισκοπή τοϋ Μεζάπου, τοΰ δε 13ου αίώνος ό “Αγιος Πέτρος τής Γαρδενίτσας, ό “Αγιος Γεώργιος τον Δρυάλου, ό “Αγιος ’Ιωάννης τής Κέριας καί ό “Αγιος Νικόλαος τής Κίττας.

Δέν άναφέρω έδώ τούς Βυζαντινούς ναούς τής άλλης Μάνης. Σημαντικόν όμως είναι τό γεγονός ότι είς τήν περιοχήν τής Μέσα Μάνης (Τηγάνι – Κάστρον Μεζάπου καί είς Κυπάρισσον ‘Αλύκων) άνεσκάφησαν υπό τοΰ Ν. Δρανδάκη τρεις παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί τοΰ 5ου καί 6ου αίώνος.

Μέχρι σήμερον οί μελετηταί στηριζόμενοι είς τό χωρίον του Πορφυρογέννητου : «Ίστέον οί τοϋ Κάστρου Μαΐνης οίκήτορες ούκ είσίν από τής γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, άλλα εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οϊ καί μέχρι τοϋ νϋν παρά των εντοπίων’Έλληνες προσαγορεύονται, διά το εν τοίς προπαλαιοϊς χρόνοις είδωλολάτρας είναι καί προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς ‘Έλληνας, οϊτινες επί τής βασιλείας τον αοιδίμου Βασιλείου βαπτισθέντες χριστιανοί γεγόνασιν, ο δε τόπος εν ω οίκουσίν εστίν ανυδρος καί απρόσοδος, ελαιοφόρος δε, όθεν καί την παραμυθίαν έχουσιν», έδογμάτιζον ότι οί κάτοικοι τής Μάνης είναι οί τελευταίοι προσκυνηταί τών θεών τοϋ Όλύμπου καί ότι κατά τον 8ον αιώνα, τελευταίοι τών Ελλήνων, έγιναν χριστιανοί. Κατά τής όρθότητος τής γνώμης ταύτης άκούεται σήμερον έντονος φωνή διαμαρτυρίας εκ τών ερειπίων τών παλαιοχριστιανικών αύτών βασιλικών. ’Άλλης μελέτης καί έρμηνείας έπομένως πρέπει να τύχη τό ανωτέρω χωρίον τοϋ Πορφυρογεννήτου, όπως όρθώς εχει παρατηρήσει ό ακαδημαϊκός Διονύσιος Ζακυθηνός.

 

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ

Ή Βυζαντινή περίοδος καί ή Φραγκοκρατία, ή Βενετοκρατία καί μετά ταΰτα ή Τουρκοκρατία έν συνδυασμώ με τον τόπον καί τήν ψυχοσύνθεσιν τών κατοίκων έδημιούργησαν ιδιαίτερον ιστορικόν βίον είς τήν Μάνην.

Τό ίδιόμορφον διοικητικόν σύστημα καί ή κατά πατριαρχικόν τρόπον διαβίωσις τών κατο ίκων είς χώρον όρεινόν άλλά καί έλεύθερον, διεμόρφωσαν καί χαρακτήρα λαοϋ ίδιάζοντα καί ζωήν καθοριζομένην ύπό τής έννοιας τοϋ σεβασμού τής τιμής τής «γενιάς», άλλά καί τής σκληράς τιμωρίας τοϋ παραβαίνοντος τον άγραφον τοΰτον νόμον τής χώρας.

Τοϋ στρατιωτικοΰ πνεύματος καί τής επιβολής τής οικογενειακής ισχύος δημιουργήματα είναι οί Πύργοι. Αυτοί ήσαν οί προμαχώνες κατά τών Τούρκων, άλλά καί τά όχυρά κατά τάς μεταξύ τών οικογενειών έχθρας.

Ό έπισκέπτης τής Μάνης θά συναντήση τούς πύργους είς τά χωρία, είς τά βουνά, είς τά άκρογιάλια καί είς κάθε σημείον έπίκαιρον.

Ή τεχνητή αυτή όχύρωσις τοϋ τόπου, ή όποία ενθυμίζει τούς πύργους τών ιπποτών τοϋ Μεσαίωνος, νομίζω ότι, χωρίς νά είναι άσχετος καί προς τήν έποχήν τής Φραγκοκρατίας, ήρχισε κυρίως εύθύς μετά τήν Άλωσιν, κατά τήν έποχήν τών Stratioti.

Τότε οί Μανιάται ήρχοντο είς επαφήν μέ τήν Δύσιν είτε ώς Στρατιώται τών Βενετών είτε ώς αρχηγοί τών Στρατιωτών καί βλέποντες τούς πύργους τών ιπποτών, κυρίως τής Ιταλίας, όταν έπέστρεφον είς τήν Μάνην, έκτιζον τούς πύργους των καί προς διατήρησιν τής ατομικής ή οικογενειακής των ισχύος, άλλά καί προς άντιμετώπισιν τών έπιθέσεων τών Τούρκων.

Ή ζωή γενικώς εις την Μάνην καθίστα άναγκαίαν τήν οίκοδόμησιν καί διατήρησιν των πύργων.

 

’Άλλος τον πύργον τον κρατεί να μη τον πιάση άλλος

καί άλλος άλλον κυνηγά καί άλλος πάλιν άλλον

 

γράφει ό Μανιάτης στιχουργός Νικήτας Νηφάκος.

’Οκτακόσιοι καί πλέον ήσαν οί πύργοι οι όποιοι ώς άγρυπνοι φρουροί, στητοί καί όλόρθοι, έπροστάτευον τήν ελευθερίαν καί τήν τιμήν εις τήν Μάνην. Τούς περισσοτέρους ευρίσκομεν εις τήν Μέσα Μάνην, είς τήν περιοχήν τών Νικλιάνων καί μάλιστα είς τήν Κίτταν καί τήν Νόμιαν, χωρία διά τά όποια ό Νηφάκος γράφει :

 

‘Η Κίττα ή πολύπυργος κ η Νόμια παρομοία.

 

Ό πύργος ήτο προνόμιον τών ίσχυρών — τών Νικλιάνων — καί ή άνοικοδόμησίς του ήτο ύπόθεσις όλης τής «γενιάς». Οί Φαμέγιοι, δηλ. τό υπηρετικόν προσωπικόν τών Νικλιάνων, δεν έπετρέπετο νά έχουν πύργους.

Τά σπίτια τής «γενιάς» έκτίζοντο γύρω άπό τόν πύργον διά νά τά προστατεύη άπό τούς έχθρούς, είτε Μανιάτας είτε Τούρκους.

Οί πύργοι είναι υψηλοί — φθάνουν ένίοτε τά 25 μέτρα — καί έσωτερικώς χωρίζονται μέ τρεις ή τέσσαρας θόλους τόν ένα ύπερκείμενον του άλλου είς άντίστοιχα διαμερίσματα του ένός δωματίου- είς τήν κορυφήν έχουν «τίς πολεμίστρες» καί ένίοτε τούς προμαχώνας είς τάς τέσσαρας γωνίας των. “Εχουν μικρά παράθυρα τά όποια κάποτε κάποτε προστατεύονται άπό ένα λίθινον παραπέτασμα. Αυτό έπιτρέπει είς τούς παραμένοντας είς τόν πύργον τήν κατόπτευσιν τών πέριξ, άλλά καί τήν έκ του άσφαλοϋς άμυναν αυτών καί ύπεράσπισιν.

Ή διαφύλαξις τών πύργων είναι κοινή ύπόθεσις τών άρρένων μελών τής γενιάς. Αύτοί ήσαν οί ένοπλοι φρουροί.

«Εις τάς επαρχίας τής Μάνης — έγραφε τό 1833 ό Νομάρχης Λακωνίας Πραΐδης προς τό Ύπουργεΐον ’Εσωτερικών — δεν είναι άνά ένας πύργος είς πάντα τά χωρία ώς άλλαχοϋ, εις πολλά καί πλέον παρά ένας, έκαστος δε άνήκει όχι εις ένα άλλα εις τήν οικογένειαν ή είς τήν φατρίαν ή όποια ώς τοπαρχία στηρίζει είς αυτόν τήν δύναμίν της. ”Ανθρωποι ταγμένοι είς τήν φύλαξίν των είναι καταδικασμένοι νά κλείνωνται εντός αυτών καί νά μή βγαίνουν έξω δύο ολοκλήρους μήνας».

Τούς πύργους δεν τούς παρασύρει ούτε ή λύσσα του άνέμου, ούτε τών ανθρώπων ή έχθρα καί τό μίσος. Καθένας άπό αυτούς είναι καί μία αιματοβαμμένη ιστορία καί κανείς δέν γνωρίζει τί κρύβουν οί λείοι καί χωρίς καμμίαν διακόσμησιν, χωρίς κανένα χαμόγελον, πανύψηλοι τοίχοι των.

Είς τάς καμάρας των φυλάσσουν το πνεύμα ένός λαού. Καί όπως είναι δύσκολον νά είσέλθη κανείς είς τούς πύργους, έτσι δύσκολον είναι νά είσέλθη καί εϊς την καρδίαν του τόπου καί των άνθρώπων του. Όλα εδώ μένουν άδιάφορα είς τάς έπικλήσεις μας καί άδιαπέραστα άπό τά μάτια μας. Έκεΐ τήν νύκτα «σκούζει» τό αϊμα τού σκοτωμένου καί ζητεί έκδίκησιν. Ύπό τήν σκιάν του πύργου οί γέροντες έδίδασκον τούς νέους τό μάθημα τής κοινωνικής συμπεριφοράς καί των έθίμων τού τόπου. Τό μάθημα τούτο ήτο ό σεβασμός προς τούς μεγαλυτέρους καί ή άγάπη τής τιμής καί τής έλευθερίας μέχρι θανάτου. Άπό τήν κορυφήν των οί πυροβολισμοί άνήγγελλον τήν γέννησιν παιδιού άρσενικού. Οί σημερινοί πύργοι τής Μέσα Μάνης είναι όμοιοι με τούς πύργους τού Σαίν Τζιμινιάνο τής Τοσκάνης. Καί, όπως όρθώνονται σιωπηλοί καί αυστηροί, έκφράζουν με τό μονοκόμματον παράστημά των τό πέτρινον σώμα τής Μάνης.

Αυτούς άπεφάσισε νά κατεδάφιση ή Αντίβασιλεία κατόπιν προτάσεως τού Μάουρερ, διά νά έπιβάλη τήν τάξιν καί τήν ήσυχίαν είς τήν Μάνην. Όταν όμως έπληροφορήθησαν τούτο οί Μανιάται άπήντησαν :

 

“Οντας εβλέπομεν εμείς οί πύργοι νά χαλούνε

τι τήνε θέμε τη ζωή, δεν πάμε νά πνιγούμε;

Εμείς γιατί μαλώνομε, όλο για τήν τιμή μας,

ξοδιάζομε τό πράμα μας, πάει καί ή ζωή μας.

Κάθε γενιά τον πύργο της έχει `ς τη γειτονιά της

κι άλλη γενιά τήνε μισα, δεν τήνε θέει κοντά της.

 

Παρ’ όλα ταΰτα ό ταγματάρχης Φέδερ κατώρθωσε κατόπιν σκληρών συγκρούσεων νά κρημνίση μερικούς καί άλλων νά χαμηλώση τό ύψος, ώστε ή έφημερίς «Σωτήρ» τό 1834 νά γράψη : «Ή Μάνη, ήτις είχεν έως προ ολίγον κατοίκους γεννημένους, νυμφευμένους, τεκνοποιούντας καί άποθνήσκοντας μέσα είς τούς πύργους των χωρίς ποσώς νά πατήσουν άλλο έδαφος εύτάκτησεν ήδη καθ` όλην τήν έκτασιν. Οι πύργοι μετεσκευάσθησαν καί φαίνονται ώς συνήθεις οίκίαι».

Σήμερον οί πύργοι είναι μνημεία λαϊκής αρχιτεκτονικής μοναδικά εϊς τό είδος των καί κατάλοιπα ιστορικά περισπούδαστα. Ζοΰν μέ τήν άνάμνησιν τού μεγαλείου των καί έκεϊ όπου άλλοτε έγίνετο ή «γεροντική» — τό συμβούλιον δηλ. τής «γενιάς» — διά νά προγράψη τόν «κάλλιο» τής έχθρικής οικογένειας, τώρα, όπως γράφει ό Μανιάτης Σπήλιος Πασαγιάννης :

 

Εκεί, πού τον παλιόν καιρό βροντάγανε ντουφέκια

καί βασιλεύανε χάρες καί άκούγονταν τραγούδια,

τώρα φαντάσματα γυμνά κι ανεμογεννημένα

περιπολεύουν τά τοιχιά τού έρημου τού πύργουI

 

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ

«Ή Μάνη — γράφει κάπου ό αείμνηστος Μανιάτης Γ. Φτέρης, ό γλαφυρός αύτός λογοτέχνης καί αριστοτέχνης άνατόμος τής Μάνης — είναι ό τόπος που δεν λησμονάνε ποτές, τίποτε, ούτε το καλό, ούτε το κακό.’Από τον ψηλότερον πύργο, όπου ο γέρικος κορφέας του έχει ιδωμένες να μπαινοβγαίνουν σε χαρές καί σε λύπες, σε ψίκια καί σε ξόδια, τόσες καί τόσες γενιές, ώς το φτωχότερο καλύβι άπό ξερολίθι, οι άνθρωποι κληρονομάνε αυτή τή φοβερή τιμιότητα: να θυμούνται. Καί πρώτα πρώτα ό,τι άκούμπησε με το κρύο του χέρι ό μεγάλος οχτρός, ό θάνατος. ’Οχι βέβαια γιά χάρη τού θανάτου, άλλα άπό αδάμαστη, άπό πεισματωμένη άγάπη στή ζωή. Το μοιρολόγι είναι κι` αυτό μία μορφή βεντέττας, είναι ό βαθύτερος γδικιωμός τής καρδιάς καθώς πολεμά νά νικήση τό Χάρο με τήν άπαρηγόρητη πίστη του σε κείνους πού φύγανε».

Αυτός ό μεγάλος δεσμός του ζωντανού με τον πεθαμένον έδημιούργησεν εις τήν Μανιάτισσαν μίαν ψυχικήν έτοιμότητα ίκανήν νά δώση πλαστικήν μορφήν εις κάθε ανθρώπινον πόνον. Αυτή ή δυνατή μνήμη δημιουργεί καί συντηρεί ώς εν άπό τά χαρακτηριστικότερα στοιχεία τοϋ τόπου τό μοιρολόγι. Εις αύτό είναι κλεισμένη όλόκληρη ή ψυχή ένός λαού.

Δέν θά κάμω άνάλυσιν του μοιρολογιού, ούτε ό τόπος τό έπιτρέπει. Θέλω όμως νά σας προετοιμάσω δι’ όσα μπορεί νά ίδήτε καί νά ακούσετε, άν βρεθήτε εις τήν Μάνην, διά νά μή τρομάξετε, όταν σταθήτε άντικρύ πρόσωπον με πρόσωπον μέ τήν τραγικήν μοιρολογίστραν τής Μάνης, όταν θά ίδήτε τήν τραγικήν της εκφρασιν, τήν όποιαν θά έζήλευε σήμερον καί ή καλυτέρα τραγωδός τής άρχαίας τραγωδίας. Διότι, όταν θά ακούσετε τήν σπαρακτικήν φωνήν της, θά νομίσετε ότι οί «γόοι» αύτοί έρχονται κατ’ εύθειαν άπό τόν “Ομηρον καί «επιστενάχονται» αί γυναίκες.

Μέ τήν οικειότητα τοϋ τραγικού πού έχει μέσα εις τήν ψυχήν της ή κάθε Μανιάτισσα κρατεί τήν παράδοσιν τοϋ μοιρολογιοϋ άνόθευτον καί κάθε μία μοιρολογίστρα είναι Εκάβη, ’Ανδρομάχη, Ήλέκτρα, Ελένη.

Τά μοιρολόγια είναι συνυφασμένα μέ τήν ζωήν τους. Φυτρώνουν ώς μαϋρα αγριολούλουδα εις τήν καρδίαν τους. Ή γυναίκα είναι «ή άηδών, ήτε θαμά τρωπώσα χέει πολυχέα φωνήν», διότι έρρούφηξε τόν πόνον ώσάν Όλύμπιον κρασί καί έμέθυσε.

Τό μοιρολόγι εις τήν Μάνην είναι τό βασίλειον τής γυναίκας, διότι αυτή σύρει μαζί της ένα αιώνιον πένθος.

Όταν φουντώση ό πόνος ή Μανιάτισσα γίνεται ή μεγάλη τραγιρδός. Αυτή ή εκφρασις τοϋ προσώπου της, τό ξερρίζωμα των μαλλιών της καί τό κτύπημα τοϋ στήθους της μέ τά ίδια της τά χέρια, τό ξέσχισμα των παρειών της μέ τα ίδια της τα νύχια, αυτή ή σπαρακτική φωνή της πού πότε σε άναβιβάζει είς τήν κορυφήν του Ταΰγέτου καί πότε σε καταβιβάζει άπό τό Ταίναρον εις τόν “Αδην, σέ κάμνει να λυπήσαι περισσότερον δι` αύτήν τήν ιδίαν καί τήν μοίραν της παρά διά τόν θρηνούμενον νεκρόν.

Τό μοιρολόγι είναι δεμένον εις τό είναι της, δίδει τήν ψυχήν της εις τούς στίχους του, τό ζυμώνει μέ τόν πόνον της, τό ποτίζει μέ τούς ποταμούς τών δακρύων της καί τό λικνίζει μέ τάς ρυθμικός της κινήσεις.

Ή γυναίκα γνωρίζει πότε θά ύψώση τήν φωνήν της καί πότε θά τήν χαμηλώση, πότε θά έπιβραδύνη καί πότε θά έπιταχύνη τόν ρυθμόν της, πότε θά τραχύνη καί πότε θά γλυκάνη τόν σκοπόν του, έως ότου έπιτύχη μίαν καθολικότητα του σπαραγμού καί τού πόνου καί κυριαρχήσουν τά άναφυλλητά όλων καί πλημμυρίσουν τά δάκρυα, καί τό κλάμα γίνη ένα «σύθρηνο», καί προεξάρχη εκείνη τού θρήνου, καί θά «έπιστενάχωνται» αί άλλαι γυναίκες.

Τότε μεγαλοποιεί τήν τραγικότητα του θανάτου καί γίνεται τόσον σπαρακτική, ώστε καταντά περισσότερον φρικιαστική καί άπό αύτόν άκόμη τόν θάνατον. Τότε είναι τό κορύφωμα τής τραγωδίας καί έχετε ένώπιόν σας τόν κομμόν του άρχαίου δράματος.

‘Ο άκαδημαϊκός Στράτης Μυριβήλης έγραψε κάποτε ότι «ή Μάνη είναι ή άμάλαγη πηγή τής νεοελληνικής τραγωδίας καί ή νεοελληνική θεατρική τέχνη τήν αγνοεί, καί θυμήθηκα με οίκτο τους ’Αθηναίους που επεχείρησαν νά γράψουν τραγωδία καί να ανεβάσουν χορόν γυναικών χωρίς να πάνε πρώτα νά ζήσουν στή Μάνη, δπου τα στοιχεία τής τραγωδίας είναι ακόμη ολοζώντανα. Εις τά Μανιάτικα μοιρολόγια οι νεκροί κινούν τά μίση καί τά πάθη τών ζωντανών. ’Από τον “Αδη κατευθύνουν τις πράξεις μέ τον άδιάσειστον νόμον τής μοίρας καί τής νεμέσεως πού κυβερνά τήν αρχαία τραγωδία».

Διάφορα είναι τά μοιρολόγια τής Έξω Μάνης άπό έκεΐνα τής Μέσα Μάνης, όπως διάφοροι είναι καί οι πύργοι τών περιοχών αυτών. Τής Έξω Μάνης είναι δεκαπεντασύλλαβα καί περισσότερον λυρικά, έχουν τήν ραδινότητα τού ’Ιωνικού κίονος, ένω τής Μέσα Μάνης είναι όκτασύλλαβα καί περισσότερον άδρά, επικά, σκληρά, όπως οί βράχοι καί τό χώμα πού δέχονται τήν ήχώ τους, έχουν τήν αύστηρότητα τού δωρικού κίονος.

Τόν συγκινει τόν Μανιάτη τό μοιρολόγι καί όταν πεθάνη θέλει νά τόν κλάψουν :

Να ταν, νά μ` έθαβαν μέ στάσιμα τού Αισχύλου

καί μιά κυρά μοιρολογίστρα άπό τήν Μάνη

να βρίσκεται δίπλα μου, ίνα μή άκλαυτος πύλας άίδαο περήσω.

’Αξίζει, νομίζω, τελειώνων, νά παρουσιάσω μίαν μικράν άνθοδέσμην άπό τόν άσφοδελόν λειμώνα τού Μανιάτικου μοιρολογιού.

Είναι ποιητικαί έκφράσεις μέ άσύγκριτον τρυφερότητα δι’ έκείνους οί όποίοι πεθαίνουν άπό φυσικόν θάνατον — νέους καί νέας, γέρους καί γριές, άλλά καί μέ άσύγκριτον σκληρότητα δι’ όσους έσκοτώθησαν καί ζητούν έκδίκησιν. Είναι τέλος τά μοιρολόγια εις τούς νεκρούς των πολέμων στίχοι μεστοί πατριωτικού φρονήματος, εκφράσεις των γυναικών τής αρχαίας Σπάρτης. Είναι έλεγείαι Τυρταίου.

 

Μοιρολογούσα τό μικρό παιδί ή Μανιάτισσα λέγει :

 

Ξύπνα διαμάντι καί ρουμπί κι άφρέ τοϋ μαλαμάτου

Κ` έχω δυό λόγια νά σοϋ πώ τοϋ παραπονεμάτου.

Γαρούφαλό μου κόκκινο κι άσπρο μου καριοφίλι

μήτε σε πόρτα φαίνεσαι, μήτε σε πανεθύρι.

 

Γλέντι παιχνίδι τοϋ σπιτιού,

ξεφάντωμα τον τραπεζιού,

μάτια μου, μικρουλάκι μου

κι άσημοκαντηλάκι μου.

Δασκάλοι καί γραμματικοί

 και επιστήμονες γιατροί

θά σάςε κάμου ρώτησι,

 τί, `ς τή γυναίκας τά εντός

 άθοβολεί βασιλικός

κανέλλα καί γαρίφαλο;

— Τίποτα δεν άθοβολεί,

μόν’ το παιδί κυκλοφορεί

καί βγάζει τόση μυρωδιά

πλέα κι από βασιλικά.

’Έχει καί θράκα κάρβουνα

 δεν τήνε σβήνει θάλασσα

κι ούτε τοϋ ’Ίρη o ποταμός

πόχει άστείρευτο νερό.

 

Εις νέαν γυναίκα:

 

Ξύπνα γαρουφαλόστομη και παμπακοστηθάτη

πόχεις τής χήνας τό λαιμό τής πέρδικας το μάτι.

 

Το λυγερό σου τό κορμί

πού θά ντο φάη ή μαύρη γής

και τά σγουρά σου τά μαλλιά

πού κάνουν τέλια γιά βιολιά,

τά δυό σου χεροπάλαμα

είναι ασήμι μάλαμα

κι ό κρυσταλλένιος σου λαιμός

 τής μάννας σου δαιμονισμός.

΄Ε φουντωτή μου λεμονιά

καί κόκκινη πορτοκαλιά

με πορτοκάλια καί μ` άνθά

πού δεν εχάρηκες καιρό.

΄Ε Κατερίνα μάννα μου,

χήνα μου καί φριγάδα μου,

χήνα καί πάπια τοϋ γιαλού

κάί πέρδικα τοϋ λιβαδιού

καί γλάστρα τοϋ πανεθυριοϋ.

Κόρη μου Καλαματιανή,

σε πρόσωπο καί σε κορμί,

κυπαρισσάκι μου ψηλό

 πού πήγες μ’ όλο τον άνθό.

Κατέβη ποταμοσουρμή

 πήρε θεμέλια καί σκεπή.

 

Εις νέον άνδρα :

 

΄Ε Γιάννη μου παλληκαρά,

με νιάτα καί με λεβεντιά,

πού`χες τον λύκου πάτημα,

του λιονταριού περπάτημα’

πατούσες`ς τον άφρό τής γης

καί πεταγες σαν το πουλλί.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό

Πού`χες `ς τή ρίζα κρυό νερό

 καί `ς την κορφή χρυσό σταυρό,

άστρι φεγγάρι τής νυχτός

και ήλιε μου τής ήμερός,

ματάκια μου γλαρά γλαρά

καί φρύδια μου καμαρωτά

πού `ς τά σγουρά σου τά μαλλιά

τ` αηδόνια κάνανε φωλιά

κ ετραγουδούσανε γλυκά’

αν επερπάτας, χόρευες,

έστεκες κ` ετραγούδαγες

και κάτω σάν καθόσουνα

χρυσός αητός φαινόσουνα.

΄Ε, Γιάννη μου, κορώνα μου,

μαρμάρινη κολώνα μου,

κλησούλα μου με τον κουμπέ

 δε θά σε φτειάξουμε ποτέ’

 χρυσέ μου πολυέλεε

με διαμαντένιες τρέμουλες

μέσα ’ς το σπίτι έφεγγες,

έπεσες κ` ετσακίστηκες

χίλια κομμάτια γίνηκες’

τά σπίτι εσκοτίδιασε.

 

Ό πύργος πού μάς χάλασε, δεν ήταν μαρμαρένιος,

ήταν κομμάτι μάλαμα κι άσημοσκεπασμένος.

 

’Άσπρε μου κρίνε δροσερέ

πού δέ μάς πίκρανες ποτέ,

νιάτα μου σάν τά κρυά νερά

καί σάν τού Μάη τή δροσιά.

 

Φέγεις καί φέγ` ή όψη μας, φέγ` ή παρηγοριά μας

φέγει κλειδί τής μέσης μας, καμάρι τής γενιάς μας.

Μήν τον σκεπάζης ουρανέ, μήν τον σκεπάζης χώμα,

τ` ακόμα δέν έφόρεσε στέφανα κι άρρεβώνα.

 

Εις ήλικιωμένον άνδρα:

 

Χρυσοπλοκώτατε νοντά με τά χρυσά σου τζάμια,

Άνοιξ` όντά τις πόρτες σου, όντά μου νά μπω μέσα,

νά ΐδώ το δημογέροντα νά τόνε χαιρετήσω

κι άπάνω `ς τά χαιρετισμό, εκεί νά τον ρωτήσω

τί κάνουνε `ς τήν Κάτω γή οι μαυροπεθαμένοι,

αν ξαρρωσταίνουν οι άρρωστοι,

άν γιαίνουν οι λαβωμένοι κι αν έρχωνται `ς τον τόπο τους οι ξενοπεθαμένοι.

 

Είς τούς γονείς:

 

Σαν του γονιού τη μυρωδιά τίποτε δε μυρίζει

μήτε κλαδί βασιλικό καί μήτε ματζουράνα,

μόνον το μοσκολίβανο που τό ’χουν οι παππάδες

καί βάνουνε καί λειτουργούν επίσημες γιορτάδες.

 

-Άκου μελενιε μου γονή,

ορμήνεια μου καί συμβουλή.

Πατέρα μου, χρυσέ γονή

πατέρα, αρχαίο τάλαντο.

– Μάννα γλυκειά πορτοκαλιά

καί νόστιμη βερικοκιά,

κρησάρα μου μεταξωτή

πόκανες χάσικο ψωμί.

 ’Έ ντουλαπάκι μου κρυφό,

πού σοϋ’λεγα το μυστικό

μάννα μου, σέμη καί λυγιά

με τά φαρμάκια τά πολλά.

 

Σιμωνίδειον επίγραμμα είναι ό στίχος μοιρολογιού διά τον θάνατον μικρού παιδιού, μοναδικού άρσενικοΰ μέλους τής γενιάς. Μέ τον θάνατόν του ξεκληρίζει ή «γενιά»:

Μικρό κανόνι κρέπαρε, μά ξαρματώθη κάστρο.

 

Σπαρακτικόν είναι τό μοιρολόγι τής μάννας διά τον θάνατον δύο παιδιών της :

 

Σκάσε καρδιά μου σάν τα` αβγό,

ζευγάρι μου βουβαλινό

μέ τό κουντούνι `ς το λαιμό.

Γιά έξι μέρες μοναχά έχασα

’γώ δύο παιδιά’

γυρίζω έξω ’ς τά λουριά

καί ’ς των παιδιών τά μερδικά

καί μέ ραγίζουν τήν καρδιά’

γιά πέστε μου τί νά γενώ

καί πού νά πάω νά σταθώ;

Θά βάλω πέτρα `ς τό λαιμό

νά πάω νά πέσω ς’ τον γκρεμό

και `ς τό βαθύτερο νερό.

 

Θέλουσα νά παρηγορήση ή Μανιάτισσα μοιρολογίστρα τήν βαρυπενθοΰσαν γυναίκα ύπενθυμίζει εις αύτήν καί άλλων μεγάλας συμφοράς:

 

Κλαϊγε καί κάν υπομονή

γιατί δεν είσαι μοναχή.

Είναι καρδιές πού βράζουνε

κι όξω καπνό δέ βγάζουνε,

μ` αν τόνε βγάλουν τον καπνό

θά σκοτεινιάσ’ ο ουρανός.

 

’Απέραντος είναι ή στοργή τής μάννας:

 

Η μάννα φίδι εγέννησε

μέσα ’ς το λόγγο τό ’ρριξε

κι ο λόγγος έπαρε φωτιά

κι ή μάννα άνήσυχη ρωτά:

—Λέτε, τα φίδια καίονται;

 

Είναι χαρακτηριστική ή έπισήμανσις καί διατύπωσις άπό τήν Μανιάτισσαν μοιρολογίστραν τής πραγματικότητος τής ζωής:

 

Εγώ μάννες δε θλίβομαι, μήτ` άδελφές λυπάμαι

κι ούτε χηροϋλες παρανιές δεν τις ψυχοπονειέμαί’

Δεν είδα μάννα `ς τον γκρεμό, μήδ` άδερφή ’ς τη φούρκα,

 μήτε γυναίκα παρανιά ’ς τη θάλασσα να πέση.

‘Η μάννα κλαίει και δέρνεται, κάθεται, τρώει καί πίνει

Κ` ή άδερφή λεροφορεϊ κανένα χρόνο δύο

 κι άπέι τα βγάνει τά λερά καί κόκκινα φορένει

κι αν βρή τραγούδια, τραγουδά, κι αν βρή χορό, χορεύει,

είδα καί χήρα παρανιά άλλον νά στεφανώνη.

Καί τ άρφανά πορεύονται κ’ οι χήρες κυβερνειώνται

μά μάτια πού δε βλέπονται, λήγορα λησμονειώνται.

Άλλοί, πού φάη τά χώματα καί τον σκεπάσ’ ή πλάκα!

 

Ή έκδίκησις δυσκόλως λησμονεϊται. Ή γυναίκα κρατεί πάντα άναμμένον το κάρβουνον του δικιωμοϋ, ό όποίος διά τά ήθη τής εποχής εκείνης έσυμβόλιζε τήν κάθαρσιν καί άπετέλει τον ΰψιστον νόμον του τόπου. Ή προσταγή προς έκδίκησιν είναι κάτι τό φοβερόν. Δεν προστάζει μόνον ή γυναίκα, άλλά καί ό τόπος ολόκληρος. Προστάζει ή γενιά, ό πύργος, οί άνθρωποι, οί τάφοι, ή παράδοσις.

 

Δεν ήταν νά `μουν σερνικός

νά δής πώς τον εδίκιωνα,

 

λέγει ή αδελφή προς τόν άδελφόν της διά τόν φονευθέντα πατέρα ή αδελφόν. Τότε αύτή ή έκμηδένισις τής άνδρικής φιλοτιμίας άπό μίαν γυναίκα όδηγει κατ’ εύθεϊαν προς τήν έκδίκησιν καί άπό εκείνην τήν στιγμήν ό άνδρας θά είναι ή σκοτωμένος ή φονιάς! Ή έκδίκησις, διότι είναι φωνή εκ τοϋ τάφου, δεν γνωρίζει χρονικά όρια, δεν σβήνει μέ τό πέρασμα τοϋ χρόνου. Εκπληρώνεται καί ύστερα άπό πολλά χρόνια. ’Αλλοίμονον διά τόν Μανιάτην καί τήν κοινωνίαν τής Μάνης, όταν τό αίμα προστάζη! Ιδού εν παρόμοιον γεγονός:

 

Μία Λαμπρή πρωί πρωί

πού γύρισ’ άπ τήν εκκλησία

μου ’ρθ’ ο Νικόλας ’ς τό μυαλό

πόλειπ` άπό τό σπίτι μας

χρόνους κλειστούς δεκαοχτώ

κ` ήταν άκόμ άγδίκιωτος,

γιατ` ήταν τα παιδιά μικρά

κ` εγώ τά χαϊδανάσταινα,

νά μεγαλώσουν γλήγορα

νά πάρουνε το δίκιο τους,

το δίκιο τοϋ πατέρα τους,

όπου τον έσκοτώσασι

άδικα καί παράλογα.

Είχενα πάντα τή ντροπή

και δε συναναστρέφομου

μ’ άνθρώπους, νά με βλέπουσι.

Τόμου τραπέζιν έστρωσα

έβαλα χάμου πιάτα εφτά

και τό `να που περίσσευε

ήτανε γιά τον άντρα μου.

Κάτσασι χάμου τά παιδιά

καί το σταυρό τους κάμασι,

άπέκει μ` έρωτήσασι:

— Μάννα, το πιάτο πού ’ν’ εδώ

το βλέπουμε σάν περισσό…

Κ’ εγώ τούς άποκρίθηκα:

— Είχε τον τόπο μιά φορά,

Γιατ` ήταν τοϋ πατέρα σας

οπού εΐν` ακόμη άγδίκιωτος

γιατ` ήσαστου εσείς μικρά.

Τώρα πού μεγαλώσατε

καί βολικός εΐν’ ό καιρός

νά πάρτε τά ντουφέκια σας,

νά κυνηγήστε τούς οχτρούς.

Μά σάν ξεχωριοτότερα

τον Παύλο νά σκοτώσετε,

τον Κουταλίδη τον τρανό,

πού εΐν’ κι ό καπετάνιος τους

καί περπατει με τα` άλογο,

 ’ ς την πόρτα μας περνάει συχνά

χωρίς νά συλλογίζεται

τι επέρασε πολύς καιρός

κι` όλο περηφανεύεται.

Αλλιώς καί δέν τό κάμετε,

χαΐρι νά μην έχετε

κ` ή μαύρη ή κατάρα μου

 νά σάς άκολουβάη παντού!

Καί τά παιδιά δακρύσασι

καί εϊπασι ’ς τή μάννα τους:

—’Έλα, μάννα, κάτσε κοντά,

νά φάης απ’ τό ψητό τ άρνί

καί νά μάς δώσης τήν εύκή

από καρδιά κι άπά ψυχή

κ` εμείς θενά τό πάρουμε

τό δίκιο τοϋ πατέρα μας

γοργά γοργά καί γλήγορα,

ετώρα τά Λαμπρόσκολα,

πού ό Παύλος με τό πεσελί

με τή χρυσή τή φέρμελη (Χρυσοποίκιλτον κεντητόν γελέκον μετά ή άνευ χειρίδων)

θέ νά `ρθη μέσ’ ’ς τοϋ Κούμπαρη,

νά χαιρετίση τις γιορτές

γιατί τον έχει συγγενή.

Ακόμη ο λόγος έστεκε,

οπού ό Παύλος μπρόβαλε

κ’ επήγαινε ’ς τοϋ Κούμπαρη.

Έπήραν τά ντουφέκια τους

κ` επήγανε ’ς το δίοτρατο

κ` εκεί τον καρτερέσασι.

΄Οντας εκοντοζύγωσε,

τού φώναξε ο μικρότερος:

— Πάρτα τά χρωστουμαίικα,

νά βγάλουμε το μπόρτζι μας! (Τό χρέος μας)

Τρεις ντουφεκιές τοϋ ρίξασι

κι ό Παύλος εγκρεμίστηκε,

νεκρός πέφτει από τ άλογο.

Αμέσως έπιάστήκασι

καί πόλεμον άνοίξασι

μέ τούς άθρώπους πόσερνε.

‘Η νύχτα τούς εμπρόλαβε

Κ` επάψασι τον πόλεμο.

Έπήγασι `ς τό σπίτι τους

που άγνάντευε ή μάννα τους

από την πόρτα τοϋ λιακοϋ.

Μάννα, τα συχαρίκια μας!

Το πήραμε το δίκιο μας

με το κεσέμι το παχύ,

τον Κουταλίδη τον τρανό,

που ήταν 3ς τόν τόπο φόβητρο.

‘Η μάννα τους τ αγκάλιασε

καί σταυρωτά τά φίλησε.

Δόξα ’ς τήν τύχη κ` εϋχιτα!

τώρα είμαι μάννα μέ παιδιά

 καί δέν είμαι πεντάκληρη!1

 

“Αν τα δημοτικά τραγούδια φαίνωνται χείμαρροι άφρισμένοι, οί όποιοι έξορμοΰν όχι άπό ανθρώπινα χείλη, άλλ’ άπό τούς βράχους τής Οίτης καί τοϋ Όλύμπου, τά Μανιάτικα μοιρολόγια είς τούς νεκρούς των πολέμων είναι θούρια τοϋ Τυρταίου, τά όποια σαλπίζονται άπό τάς κορυφάς τοϋ Ταϋγέτου. Άρχαίον Σπαρτιατικόν είναι τό φρόνημα τής Μανιάτισσας, όταν προπέμπη τούς στρατιώτας είς τόν πόλεμον καί τούς λέγη τό ή τάν ή επί τάς μέ τό ίδικόν της παράγγελμα:

 

’Άν δεν τούςε νικήσετε

πίσω να μή γυρίσετε!

 

Τό Σιμωνίδειον έπίγραμμα των Θερμοπυλών

 

Ω, ξειν άγγέλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι,

 

μικραίνει ακόμη είς άπλότητα καί δύναμιν ύφους καί ίδέας έμπρός είς τό δίστιχον τής Μανιάτισσας, τό όποιον δεν είναι παραγγελία μόνον των νεκρών πρός τήν πατρίδα, άλλά προσταγή τής μάννας είς τόν νεκρόν τοϋ πολέμου να μείνη έκεϊ όπου έφονεύθη, ίνα, καί νεκρός άκόμη, φυλάττη τά σύνορα τής πατρίδος:

 

Πες του να κάθεται ’κειδά

και νά φυλάη τό σύνορο!

 

αυτή δέ δεν θρηνεί, άλλ’ είναι υπερήφανος διά τόν ήρωϊκόν θάνατον τοϋ υίοΰ της:

 

’Εγώ δέ θέω κλάματα!

Σκοτώθηκε `ς τον πόλεμο,

έκαμε τό καθήκο του’

εδιάη μέ δόξα καί τιμή

και δεν το κρύβω, θα ντο πω

γνωστό να γίνη `ς το κοινό

Στέκει απάνω κι` από μας,

Τρανή μας μάννα, η Ελλάς

————————-

  1. Κ. Πασαγιάννη, Μανιάτικα μοιρολόγια καί τραγούδια, Άθήναι 1928, σ. 85 – 87. Τά υπόλοιπα κείμενα μοιρολογιών είναι έκ της ήμετέρας συλλογής έξ όλης της Μάνης.

καί ôèv το κρύβω, θά ντο πώ γνωστό νά γίνγ} ’ς τό κοινό’ Στέκει απάνω κι από μάς, Τρανή μας μάννα, ή ‘Ελλάς!

————————————

Σ η μ. Τό κείμενον τοϋτο είναι είσηγητική όμιλία, γενομένη την 6ην Ίανουαρίου 1968 εις τήν «Διακίδειον Σχολήν τοϋ Λαού» είς τάς Πάτρας προ τής προβολής είς τον αυτόν χώρον ύπό τοϋ κ. Έδουάρδου Ήλιοπούλου σχετικών έγχρώμων διαφανειών περί Μάνης μετά έπεξηγηματικών άπό μαγνητοφώνου σχολίων, τά όποια είχον καταγραφή κατ’ άνάγνωσιν τοϋ σκηνοθέτου κ. Ν. Καστανία.