ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΗΛ. ΜΠΟΤΣΕΑ

διῆλθεν εὐεργετοῦσα… (Πράξ. Ἀπ. 10:38)

Στις 25 Απριλίου έφυγε από τη ζωή ήρεμα και αθόρυβα η Παναγιώτα Ηλ. Μποτσέα από το Προάστιο, έχοντας δίπλα της τις δύο κόρες και τον σύζυγό της, και αφήνοντας ένα μεγάλο κενό σε όλους εκείνους που την γνώρισαν και την αγάπησαν.

            Γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1940 και αγαπούσε πολύ τα γράμματα – φοίτησε όμως μόνο στην Α΄ και Β΄ τάξη, γιατί η οικογένειά της την χρειαζόταν. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια. Θυμάμαι πόσο περήφανη ήταν, όταν τα τελευταία χρόνια ξαναβρήκε το ενδεικτικό της Β΄ τάξης με τον βαθμό 9! Ήταν και πολύ καλή αθλήτρια και την θυμάμαι να διηγείται πόσο πολύ προσπαθούσε για να βγει πρώτη στις γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς.

            Ο πατέρας της, Νίκος, ήταν από την οικογένεια Χαρέα, οικογένεια ναυτικών, και η μητέρα της, Σταυρούλα, από την οικογένεια Λιέα, οικογένεια μαστόρων και ξυλουργών. Ο πατέρας της έλειπε τον περισσότερο καιρό στην θάλασσα (είχε δικό του καΐκι, αλλά είχε δουλέψει και σε καράβια Ελλήνων εφοπλιστών), και έτσι η μητέρα της και εκείνη, η μεγαλύτερη κόρη, είχαν αναλάβει όλες τις δουλειές και τις αγροτικές εργασίες καθώς και την φροντίδα του αδελφού της Παναγιώτη.

            Σε ηλικία 8 χρονών, με τον εκτοπισμό του Απριλίου 1948, η οικογένειά της κατέφυγε στην Στούπα. Θυμόταν όχι μόνο τις δυσκολίες, αλλά και την καλοσύνη των κατοίκων της Στούπας απέναντί τους, ειδικά κατά την γέννηση εκεί του αδελφού της, του Γιώργη (που δυστυχώς πέθανε και αυτός τον περασμένο μήνα). Ήταν άνθρωπος που πάντοτε προσπαθούσε να δει την καλή πλευρά κάθε κατάστασης, όσο δύσκολη και αν ήταν. Αργότερα που γεννήθηκαν και τα άλλα δύο αδέλφια της, η Μαρία και ο Χρήστος, η Παναγιώτα τούς στάθηκε σαν δεύτερη μάνα.

            Νέα κοπέλα αγάπησε και παντρεύτηκε τον Ηλία Ευστρ. Μποτσέα, ναυτικό και εκείνον, όπως ο πατέρας της. Τον γάμο τους χαρακτήριζε ο σεβασμός, η αγάπη και η ομόνοια. Αγόρασαν το ιστορικό σπίτι των Βεζυρέων, στο ισόγειο του οποίου επί αιώνες υπήρχε καφενείο. Εκεί, στο κέντρο του χωριού, δίπλα από την πλατεία της εκκλησίας, έζησε με απλότητα και με μέτρο την ζωή της, κάτω από την σκιά του καμπαναριού, χωρίς να φύγει ποτέ από το χωριό της. Εκεί μεγάλωσε με αγάπη και με στοργή τις δύο κόρες της, την Σοφία και την Βούλα, δύο υπέροχα και πολυτάλαντα κορίτσια. Ήταν υποδειγματική και τρυφερή μητέρα. Ήταν η αγαπημένη όλων, η νεότερη και η πιο άξια νοικοκυρά της γειτονιάς μας, μια δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα, γνήσια Μανιάτισσα, ικανή να κυβερνά μόνη της το σπιτικό της με τον καλύτερο τρόπο, γιατί ο άνδρας της έλειπε στην θάλασσα, γυρίζοντας ολόκληρη την υφήλιο… Και εμείς, οι γείτονες της διπλανής πόρτας, αισθανόμαστε ότι δίπλα μας υπήρχε πάντοτε μια μόνιμη εστία καλοσύνης. Μερικές φορές τα βράδια, με το φαναράκι, καθόταν με το εργόχειρό της μαζί με την μητέρα της, την Αγγέλω Χρ. Δασκαλέα και την Σταυρούλα Στ. Χαρέα (οι δύο τελευταίες έμειναν χήρες από πολύ νέες) «στην πεζούλα της Χάρισσας», ακούγοντας τις ιστορίες των τριών αυτών άξιων γυναικών, που και αυτές δεν υπάρχουν πια… Και όταν ο άνδρας της, μεταξύ μπάρκων, ερχόταν στο χωριό, τής άρεσε να κατεβαίνουν στο σπιτάκι τους στον Κάτω Κάμπο, πάνω από μια μαγευτική παραλία, όπου έζησαν πολλές ημέρες ευτυχίας…

            Το 1983, μετά τον Σπύρο Χρ. Δασκαλέα, έναν άλλο θαυμάσιο συγχωριανό μας, συνέχισε η ίδια την παράδοση του καφενείου στο ισόγειο του σπιτιού της. Ήταν τότε που συνταξιοδοτήθηκε ο άνδρας της και επέστρεψε μόνιμα στο χωριό για να ανοίξουν μαζί το καφενείο τους. Ήταν το δικό της όνομα όμως που γράφτηκε στην ταμπέλα του μαγαζιού, και εκείνη που βρισκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα, η ψυχή του καφενείου, αλλά και του χωριού. Ήταν εκείνη που διατηρούσε το Μακρύ Καντούνι, την πλατεία, και τα καλντερίμια γύρω από την εκκλησία πεντακάθαρα και ασπρισμένα. Και ήταν εκείνη που φρόντιζε την εκκλησία, και δεν παρέλειπε ποτέ, σε κάθε λειτουργία, να εκκλησιασθεί, όσο απασχολημένη και αν ήταν με το μαγαζί.

            Το μαγαζί αυτό το κράτησε ανοιχτό 33 ολόκληρα χρόνια μαζί με τον άνδρα της τον Ηλία, και τον μικρό αδελφό της, τον Χρήστο, που τόσο τον αγαπούσε και που τόσο την πόνεσε ο θάνατός του τον Μάιο του 2012. Τα τελευταία χρόνια, εκτός από την απέραντη καλοσύνη της, διακρινόταν στα μάτια της και μια βαθιά θλίψη, καθώς θρήνησε τρεις θανάτους σε σύντομο χρονικό διάστημα: της μητέρας της και των αδελφών της Παναγιώτη και Χρήστου. Άρχισε τότε να σκέφτεται ότι ίσως έπρεπε να κλείσει το μαγαζί, περίμενε όμως την τελευταία χρονιά, το 2016, να γίνει πρώτα το πανηγύρι της 21ης Νοεμβρίου, να δεχτεί τον κόσμο στο καφενείο της, και ύστερα να αποχωρήσει. Αλλά και μετά το κλείσιμο του καφενείου, την θυμάμαι ακόμα να κάθεται εκεί, στην πεζούλα, τα απογεύματα και τα βραδάκια, με μια άλλη καλή γειτόνισσα, την Βάσω Κων. Κοτσωνή, και να αναπολούν μαζί τα παλιά. Εκεί ήταν ο χώρος της, ο κόσμος ενός ανθρώπου που οδηγήθηκε σε όλη του την ζωή από το χριστιανικό πνεύμα, την αγάπη, την καλοσύνη και τον σεβασμό για τους άλλους.

            Είμαι από τους ανθρώπους που είχαν την τύχη να την γνωρίσουν και να την αγαπήσουν. Ήταν μια αγγελική ψυχή, η ενσάρκωση της καλοσύνης και της αγάπης, μια ενάρετη και ευγενική ύπαρξη, μια διακριτική παρουσία, ένας δοτικός άνθρωπος που αγαπούσε τους συνανθρώπους της. Την θυμάμαι να έχει πάντα κάτι στην διπλωμένη στήν μέση της ποδιά της, για να το προσφέρει απλόχερα και γενναιόδωρα, με ένα χαμόγελο που έκανε τους ανθρώπους να αισθάνονται ευτυχισμένοι. Το σπίτι της ήταν πάντοτε ανοιχτό και πολλοί γνώρισαν την απαράμιλλη «βασιλική» φιλοξενία της σε περιστάσεις που είχαν ανάγκη.

Λένε ότι η ψυχή του κάθε χωριού είναι οι άνθρωποί του. Η Παναγιώτα, από τότε που ήρθε νεαρή νύφη στο σπίτι της δίπλα στην πλατεία της Παναγίας, επί 6 δεκαετίες, ήταν η ψυχή του χωριού. Και ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής του σημερινού Προαστίου χάθηκε με τον χαμό της

            Καλό σου ταξίδι, θεία Ποτούλα. Με τον θάνατό σου, το χωριό χάνει τον πιο αγαπημένο άνθρωπό του, έναν άνθρωπο που προτιμούσε να αδικείται παρά να αδικεί, έναν άνθρωπο «ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστιν» (Ίω. 1:47). Δώσε χαιρετίσματα σε όλους τους δικούς σου, και κυρίως στον Χρήστο, αλλά και σε όλους τους χωριανούς, που χρειάζονται και εκεί την καλοσύνη και το χαμόγελό σου.

Καλό σου ταξίδι και πάλι, θεία Ποτούλα. Η αγάπη μας θα σε συνοδεύει πάντα εκεί που βρίσκεσαι. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκέπασε, και ο Θεός ας δίνει παρηγοριά στους δικούς σου.

                                                                                                                        Παναγιώτα Κομπιλήρη