ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Θ. ΜΠΕΛΙΤΣΟΣ

Έσβησε στις 19 του Οκτώβρη, σε ηλικία 92 ετών, ο πατέρας, ένας καλός οικογενειάρχης, ένας αξιοπρεπής, ειλικρινής, ήρεμος και φιλότιμος άνθρωπος. Έχω πολλά να θυμάμαι από αυτόν: την δημιουργικότητά του, την εργατικότητα, την προνοητικότητα, τη διορατικότητα, την προσεκτική ε προσήλωσή του για να τους πετύχει, μα κυρίως την φροντίδα του για την οικογένεια, η ευημερία της οποίας αποτελούσε την βασική του προτεραιότητα. Πολλοί γνωστοί και συγγενείς επισήμαναν αυτά και άλλα γνωρίσματα του χαρακτήρα του, στα ευγενικά λόγια που συνόδευαν τα συλλυπητήριά τους και τους ευχαριστώ. Σε όλα τα παραπάνω θέλω να προσθέσω κάτι που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό. Την μεγάλη αγάπη που έτρεφε για την μάθηση και τα γράμματα. Ενδιαφερόταν για την ιστορία, την πολιτική, για τη φύση, για τους ξένους πολιτισμούς, για τα επιστημονικά επιτεύγματα. Ήταν φανατικός αναγνώστης σχετικών βιβλίων και άρθρων εφημερίδων και περιοδικών, αρεσκόταν να επισκέπτεται μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους και να παρακολουθεί σχετικά ντοκιμαντέρ. Ακόμα και τα σχολικά βιβλία της ιστορίας και της γεωγραφίας μου ζητούσε να του δανείζω.

Ο πατέρας γεννήθηκε το 1928 στη Μεγάλη Μαντίνεια της Δυτικής Μάνης. Ήταν τέκνο αγροτικής οικογένειας, με καταγωγή από τα ορεινά Αλτομιρά του Ταϋγέτου, και είχε δύο ακόμα μικρότερους αδερφούς. Ήταν καλός στο σχολείο και τέλειωσε την παλιά Εμπορική Σχολή της Καλαμάτας. Αλλά η εποχή που τέλειωσε, το 1946, ήταν δύσκολη. Θα μπορούσε να σπουδάσει, να γίνει δάσκαλος, να διοριστεί σε δημόσια υπηρεσία ή σε τράπεζα. Αλλά χωρίς οικονομική στήριξη και χωρίς άκρες δεν κατάφερε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήρθε στην Αθήνα προς αναζήτηση τύχης. Κατατάχτηκε εθελοντής στην αεροπορία, με σκοπό να δηλώσει μονιμότητα, αλλά το στρατιωτικό κλίμα δεν του ταίριαζε. Μετά τη θητεία του άρχισε να εργάζεται οδηγός στα ταξί του Γιάννη Κωνσταντινέα, όπως και άλλοι συγχωριανοί του: ο Βασίλης Πατσέας, ο Μίμης Γεωργουλέας, ο Παναγιώτης Κοκκινέας κλπ. Με τις οικονομίες του αγόρασε μια άδεια ταξί και έγινε αυτοκινητιστής, επάγγελμα που εξάσκησε ως το 1988 που συνταξιοδοτήθηκε. Στη συνέχεια μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στο πατρικό του σπίτι στο χωριό, την Παλιόχωρα Αβίας, όπου ασχολούνταν μαζί με τη μητέρα μας με τις ελιές και μας υποδέχονταν το Πάσχα και τα καλοκαίρια, και στη Νέα Σμύρνη, κοντά στα παιδιά του, τα πέντε εγγόνια και τα δύο δισέγγονά του, κατά τους χειμερινούς μήνες. Το 2005 δέχτηκε ένα μεγάλο πλήγμα καθώς έχασε τη σύντροφό του και μητέρα μας. Με το χρόνο το ξεπέρασε και παρέμεινε θαλερός, δραστήριος και ανεξάρτητος καθώς ήταν υπερήφανος και δεν ήθελε να γίνεται βάρος. Λύγισε μόνο το τελευταίο τετράμηνο, όταν έγινε ξεκάθαρο πως ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστεί ιατρικά ένα πρόβλημα, με το οποίο πάλευε επί δυόμισι χρόνια.

Την αγάπη του για τη μόρφωση δεν την ξέχασε και φρόντισε να την περάσει σε μας, τα παιδιά του. Πρώτα με έναν μαυροπίνακα και κιμωλίες μας μάθαινε, με την αδερφή μου την Καίτη, να γράφουμε και να μετράμε πριν πάμε σχολείο. Έτσι έμαθα να διαβάζω από προνήπιο, όπως θα λέγαμε σήμερα, και να αγαπώ τη γνώση. Έφτιαξε μόνος του μια σανιδένια βιβλιοθήκη, όπου τοποθέτησε σπουδαία έργα, τα οποία αγόραζε σε τεύχη: εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, Ιστορία Παπαρρηγόπουλου, λεξικό Παπύρου κ.ά. Από πνευματικούς ανθρώπους που έμπαιναν στο ταξί, έφερνε στο σπίτι σημαντικά βιβλία και περιοδικά, όπως τη Νέα Εστία από τον Πέτρο Χάρη. Γενικά, αγωνιούσε να μας σπρώξει προς τη γνώση. Και τα κατάφερε. Και σαν μεγαλώσαμε, χαιρόταν με τις επιτυχίες μας σαν να ήταν δικές του και του άρεσε να τις διαφημίζει.

Με παρότρυνε να γράφω κι ένιωσε μεγάλη χαρά πριν από λίγα χρόνια, όταν εκδώσαμε, με συμμετοχή και της αδερφής μου, το βιβλίο «Εν Αβία», με ιστορικά και νοσταλγικά κείμενα από το χωριό που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ουσιαστικά, την αγάπη μου για τα γράμματα την οφείλω στους γονείς μου, μα πιο πολύ στον πατέρα μου. Κι αυτός είναι ένας επί πλέον λόγος να νιώθουμε, με την αδερφή μου, υπερήφανοι που ήταν ο πατέρας μας.

Θ. Μπελίτσος