Η ΜΑΝΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΤΟΥ 1821

Εξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

Τη Λαμπρή αυτή ημέρα της 25ης Μαρτίου, που συνεορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την έναρξη του αγώνος για την ανάσταση του Γένους, η σκέψη μας στρέφεται με θαυμασμό και ευλάβεια προς τους ηρωϊκούς οπλαρχηγούς, τους γενναίους ναυμάχους, τους θρυλικούς πυρπολητές, και πρώτα από όλα προς τον αδάμαστο Λαό μας.

Πριν από 182 χρόνια, σαν σήμερα, μια δράκα γενναίων με ελάχιστα πολεμικά εφόδια και με εκφρασμένη την αντίθεση των ισχυρών της Ευρώπης, αποφάσισε παρά πάσα λογική, αλλά με ένθεη έμπνευση, να αναμετρηθεί με την κραταιά Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την κατάκτηση της πολυπόθητης Ελευθερίας, μετά τόσους αιώνες αδυσώπητης σκλαβιάς ή να πεθάνει.

Και κατόρθωσε το θαύμα, γιατί η αθάνατη και θεία ελευθερία που ό,τι θέλει ημπορεί, ατσαλώνει την ψυχή και οπλίζει το σώμα με ακατάβλητες δυνάμεις, ώστε και η αριθμητική υπεροχή των εχθρών και οι ακαταμάχητοι οπλισμοί να χάνουν την αξία τους και να δαμάζονται μπροστά στην κόψη του σπαθιού την τρομερή.

Κατά την αγία αυτή ημέρα, σε επίσημη τελετή της Ακαδημίας Αθηνών, που εορτάζεται και η επέτειος της Ιδρύσεώς της, εκφωνείται πανηγυρική ομιλία.  Η Σύγκλητος μου έκανε την τιμή να αναθέσει σ’ εμένα την ομιλία αυτή, για τούτο της εκφράζω τις θερμές μου ευχαριστίες.

Θέμα της ομιλίας μου είναι: «Η Μάνη στην Εθνεγερσία του 1821».

Εξοχώτατε Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

Στην εσχατιά της πατρίδος μας, τη Χερσόνησο του Ταινάρου, το Γύθειο, τις βουνοπλαγιές και τις κορφές του αρσενικού Ταϋγέτου και μέχρι τις πύλες της Καλαμάτας, εκτείνεται η Μάνη.  Γεωγραφικά, τόπος μικρός και ασήμαντος.  Ιστορικά όμως, σημαντικός και ένδοξος, αφού από εκεί ξεκίνησε η Εθνεγερσία του ’21, για την κατάκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας.

Γιατί οι Μανιάτες, απόγονοι των Σπαρτιατών, πίστευαν πως ευτυχισμένοι είναι μόνον οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι μόνον όσοι έχουν την δύναμη να πολεμούν για την ελευθερία.  Πιστοί στις Σπαρτιατικές παραδόσεις ήθελαν να είναι πάντα πρώτοι στις μάχες, όπως λέει ο γνωστός στίχος:

Κι’ ήτανε ξεσυνέρηση

σ’ όλα τα Σπαρτιατόγγονα

ποίοι θα πάσι μπροστινοί

Από την άλωση της Βασιλίδος, το 1453 και την κατάκτηση του Μυστρά, το 1460 και μέχρι τη μεγάλη μέρα της Αναστάσεως του Γένους, οι Μανιάτες είχαν τάξει ως ιερό σκοπό, να αγωνίζονται εναντίον κάθε εισβολέως και κυρίως εναντίον των Τούρκων, άλλοτε μόνοι και άλλοτε συμπράττοντες με τους Βενετούς.  Η φτωχή Μάνη, σ’ όλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε μεταβληθεί σε στρατόπεδο πολεμιστών.  ΄Ολοι οι επαναστάτες του Μωριά, σε ώρες κινδύνου κατέφευγαν εκεί για να βρούν σωτηρία.  Από το 1463, δηλαδή δέκα μόλις χρόνια μετά την ΄Αλωση, πρώτη η Μάνη, υπό τον Κροκόδειλο Κλαδά, αγωνίζεται εναντίον των Τούρκων.  Αλλά και τα άλλα επαναστατικά κινήματα της Ελλάδος, όπως το Κίνημα των Μελισσηνών το 1571, και του Δουκός του Νεβέρ το 1612, την Μάνη ήθελαν ως  ορμητήριο.  Ο Δούκας, ως κληρονόμος της μοναδικής απογόνου των Παλαιολόγων, Μαργαρίτας, προσπάθησε να συνενώσει τους ηγεμόνες της Δύσεως κατά των Τούρκων και να διεκδικήσει τον θρόνο του Βυζαντίου. Για να επιτύχει όμως το σκοπό του, θεώρησε απαραίτητη την συνεργασία με τους Μανιάτες. Γι’ αυτό έστειλε στη Μάνη τον κόμητα του Σατερανώ και τον Πέτρο Μέδικο να διαπραγματευθούν. Ατυχώς οι επιδιώξεις του δεν τελεσφόρησαν.

Και τα Ορλωφικά, το 1770, τη Μάνη είχαν ως κέντρο και ορμητήριο.  Στο Λιμένι της Αρεοπόλεως, ήρθαν απεσταλμένοι της Μεγάλης Αικατερίνης, οι αδελφοί Ορλώφ, και εξήγειραν ολόκληρη την Μάνη, και την Πελοπόννησο σε επανάσταση κατά των Τούρκων, με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα.  Στο λιμάνι του Πόρτο-Κάγιο, στην άκρη του Ταινάρου, το 1792, είχε εγκαταστήσει το ορμητήριό του κατά των Τούρκων, ο Λάμπρος Κατσώνης.

Το πολεμικό πνεύμα της Πελοποννήσου χωρίς την ελεύθερη Μάνη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί και η Επανάσταση του 1821 δεν θα είχε πραγματοποιηθεί. 

Δεν θα επιζούσε όμως και ο μεγάλος και θρυλικός ηγέτης της Επαναστάσεως, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αν δεν υπήρχε η ελεύθερη Μάνη. Μετά τον ηρωϊκό θάνατο του πατέρα του με τους αδελφούς του και τον Παναγιώταρο Βενετσανάκη, στο ορεινό χωριό Καστάνια της Μάνης πολεμώντας τους Τούρκους το 1780, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σώθηκε ως εκ θαύματος, γιατί κρύφθηκε στην Μάνη. Εκεί, πέρασε τα περισσότερα νεανικά του χρόνια φιλοξενούμενος στους Πύργους του Ντουράκη και του Μούρτζινου.  Εκεί βαπτίσθηκε για πρώτη φορά στο πυρ της μάχης.

Αλλά, δεν ήταν μόνο οι Κολοκοτρωναίοι που κατέφυγαν και φιλοξενήθηκαν στην Μάνη.  Εκεί έζησαν κατά καιρούς, ο Καπετάν Ζαχαριάς, ο Θανάσης Πετμεζάς και ο Πρωτοκλέφτης Δαγρές.  Εκεί κατέφευγαν όλοι οι καπεταναίοι και οι ηρωϊκοί κλέφτες του Μωριά,  σε ώρες κινδύνου, για να σωθούν.

Η πολεμική ικανότητα των Μανιατών και οι αγώνες τους κατά των Τούρκων ήταν γνωστοί και έξω από τα όρια της Ελλάδος.  Ο Μέγας Ναπολέων, όταν ευρισκόμενος στην Ιταλία, το 1798, σχεδίαζε εκστρατεία κατά των Βαλκανίων, στη Μάνη  απέστειλε τους Μανιάτες Κορσικανούς, Δήμο και Νικολό Στεφανόπουλο, για να διερευνήσουν τη διάθεση των Μανιατών, για συμμετοχή τους  στην εκστρατεία του, την οποία κατέστησαν απραγματοποίητη, δυστυχώς, τα σχέδια του για την κατάκτηση της Αιγύπτου.

Πολλοί ήταν οι ξένοι που εθαύμαζαν και εκφράζονταν εγκωμιαστικά για τη Μάνη.  Ο ΄Αγγλος Douglas, το 1813, έγραψε προφητικά για τους Μανιάτες: «Η απελευθέρωσις της Ελλάδος θα προέλθει από τα όπλα των Μανιατών και από το εμπόριον της ΄Υδρας».

Το 1821, ο Γερμανός θεολόγος Νάγκελ, έλεγεν ότι: «Υπάρχουν ακόμη εστίαι αντιστάσεων, τας οποίας δεν ηδυνήθησαν να καταλάβουν οι δυνάσται των Ελλήνων, όπως οι απόγονοι των Σπαρτιατών, Μανιάται, οι οποίοι ζούν ελεύθεροι εις τα υψηκόρυφα βουνά των».

Ο Ρήγας Φεραίος, σύμφωνα με την Αυστριακή ΄Εκθεση: «Μετά την Τεργέστην είχε την απόφασιν να μεταβεί εις την Χερσόνησον του Μωρέως προς τους αυτώθι κατοικούντας Μανιάτας, απογόνους όντας των αρχαίων Σπαρτιατών, να προσελκύσει την εμπιστοσύνην των, να κηρύξει την Ελευθερίαν και έπειτα βοηθούμενος υπ’ αυτών να ελευθερώσει όλην την Χερσόνησον του Μωρέως, δια της βίας, από τον Τουρκικόν ζυγόν.  Μετά δε την  απελευθέρωσιν του Μωρέως, ήθελεν έπειτα να εισβάλλει  εις την ΄Ηπειρον να ελευθερώσει και ταύτην την χώραν, να συνενώσει τους Μανιάτας μετά των άλλων Ελλήνων στασιαστών, Κακοσουλιωτών και έπειτα να ελευθερώσει την Μακεδονίαν, την Αλβανίαν και την κυρίως Ελλάδα».   Ο ίδιος, εις το περίφημον Θούρειό του, απευθύνεται ιδιαιτέρως προς τους Μανιάτες και τους Σουλιώτες, λέγοντας: « Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά ως πότε στις σπηλιές σας κοιμάστε σφαλιστά;»

Αλλά και όταν εκδηλώθηκε αξιόλογη  φιλελληνική κίνηση και ιδρύθηκε το 1809 «Ελληνική Εταιρεία» και το «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον», μεταξύ των ιδρυτών του, του Γρηγορίου Ζαλίνη και του Γάλλου διπλωμάτου Choiseul Gouffier, ήταν και ο Μανιάτης Κορσικανός Δημήτριος Στεφανόπουλος, κηδεμόνας του Ναπολέοντος στην στρατιωτική σχολή στο Παρίσι.

Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, το 1814, έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη Μάνη.  Ο Ξάνθος, ετόνισε στον Αναγνωσταρά: «Ανάγκη ο Πετρόμπεης να είναι μαζί μας» και όταν το 1818 ο Πετρόμπεης μυήθηκε στην «Φιλική Εταιρεία», αυτό χαιρετίστηκε από όλους, ως θρίαμβος, γιατί ακολούθησε στη συνέχεια η μύηση και των άλλων καπεταναίων της Μάνης και η συμμετοχή της στον αγώνα ήταν πλέον εξασφαλισμένη. Κατά την διάσκεψη των Φιλικών, στο Ισμαήλι της Ρουμανίας, την 1ην Οκτωβρίου του 1820, η Μάνη ορίζεται ως ορμητήριον της Επαναστάσεως.  Την ίδια σκέψη έκανε και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όταν ανέλαβε την αρχηγίαν.  Στην Μάνη σκέφθηκε να κατεβεί και από εκεί να αρχίσει τον αγώνα.  Πληροφορίες όμως που φθάσανε στους Φιλικούς και τους ειδοποιούσαν ότι οι Αυστριακοί υποψιάζονταν το σχέδιό τους και πως ο Υψηλάντης διέτρεχε τον κίνδυνο να έχει το τέλος του Ρήγα, μετέβαλαν την απόφαση.  Ποιά θέση στις καρδιές των Ελλήνων είχε την εποχή εκείνη η Μάνη, ως στήριγμα της Επαναστάσεως, το διελάλησαν αργότερα και πολλοί αγωνιστές του ’21.

Ο Γέρος του Μωρηά έγραψε ότι όταν ο ΄Αγγλος Hamilton σε μία δεινή κρίση της Επαναστάσεως του, επρότεινε τη μεσολάβηση της Αγγλίας για μία έντιμη συνθηκολόγηση με την Τουρκία, του απήντησε:

«Εμείς καμμίαν συνθήκην δεν εκάμαμε ποτέ με τους Τούρκους.  Ο βασιλιάς μας εσκοτώθη, αλλά τα κάστρά του έμειναν άπαρτα και η φρουρά του δεν έπαψε τον πόλεμο».  ΄Εκπληκτος, ρώτησε ο Hamilton: « Ποια είναι η φρουρά και ποια είναι τα κάστρα;»  Ο Κολοκοτρώνης του απήντησε:

«Η φρουρά είναι οι Κλέφτες και τα κάστρα είναι η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά».

Και άλλος αγωνιστής, ο Σουλιώτης Λάμπρος Κουτσονίκας, έγραψε: «Η Ελλάς, εκτός των Αρματωλών, είχε και έτερον κεφάλαιον λαού, γεγυμνασμένο εις την στρατιωτικήν υπηρεσίαν, τους Μανιάτες, οίτινες επί πολλά έτη επάλευον με τους Οθωμανούς μη κύπτοντες εις τον ζυγόν της δουλείας.  Ουδείς των Οθωμανών είχε το δικαίωμα να εισέλθει εις τας επαρχίας της Μάνης. 

Οι απόστολοι της Φιλικής Εταιρείας μετέβησαν εις την Μάνη και εζήτησαν την συνδρομήν αυτής για γενικήν της Ελλάδος Επανάστασιν.  Εύρον δε και ταύτην προθυμοτάτην και μάλιστα τον τότε ηγεμόνα αυτής, τον αείμνηστον Πέτρο Μαυρομιχάλη, όστις δια του ακραιφνούς αυτού τε και των τέκνων του πατριωτισμού, προσήνεγκεν εις την πατρίδα μεγάλας θυσίας.  Εις την Μάνην είχον συναθροισθεί οι οπλαρχηγοί ΄Ελληνες, οίτινες, ηχησάσης της σάλπιγγος της ελευθερίας, εξήλθον εις την Μεσσηνίαν μετά του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όστις εξέδωκε την πρώτην της Εθνεγερσίας προκήρυξιν».

Πράγματι, όταν έφθασε η ευλογημένη ώρα στην Αρεόπολη της Μάνης, στις 17 Μαρτίου του 1821, ήχησε ο παιάνας της Ελευθερίας και το εγερτήριο σάλπισμα προς το έθνος.  Και ξεκίνησαν οι ελεύθεροι Μανιάτες για την απελευθέρωση των υποδούλων αδελφών.  Στον Ιερό Ναό των Ταξιαρχών της Αρεοπόλεως έγινε δοξολογία και υψώθηκε η σημαία των Μανιατών, με το Σταυρό και την Επιγραφή «ΝΙΚΗ Η ΘΑΝΑΤΟΣ», αφού η ελευθερία ήταν δεδομένη για τους Μανιάτες.  Επηκολούθησε η ορκομωσία των πολεμιστών και το ξεκίνημα για την απελευθέρωση της Καλαμάτας.  Καθ’ οδόν προστέθηκαν και οι καπεταναίοι της ΄Εξω Μάνης και όλοι μαζί, Μούρτζινος, Χρηστέας, Κυβέλος, Καπετανάκης, Κουμουντουράκης, Δουράκης, Τσαλαφατίνος, Τρουπάκης, Πουλικάκος, Σάσαρης, και άλλοι, επικεφαλής δύο περίπου χιλιάδων ενόπλων, με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, εισήλθαν στις 23 Μαρτίου και απελευθέρωσαν την Καλαμάτα.  Στην Καρδαμύλη προστέθηκε στο στρατό και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε έλθει από την Ζάκυνθο, μόνος, χωρίς στρατιώτες, και εφιλοξενείτο στον πύργο του Μούρτζινου.  Στην ελεύθερη, πλέον Καλαμάτα, τελέστηκε δοξολογία, παρισταμένων και Μεσσηνίων πολεμιστών στο χώρο του Ναού των Αγ. Αποστόλων και αμέσως συστήθηκε η Μεσσηνιακή Γερουσία, με Πρόεδρο τον Πετρόμπεη και στάλθηκε προκήρυξη προς τις Ευρωπαϊκές Αυλές, της οποίας, κεντρική ιδέα ήταν: «Αποφασίσαμεν να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν».  Την προκήρυξη αυτή, η οποία είναι το πρώτο πολιτικό έγγραφο του Ελευθέρου Κράτους, υπογράφει ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, Αρχιστράτηγος του Σπαρτιατικού και Μεσσηνιακού Στρατού.  Σημειωτέον ότι κατά την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση, η Μάνη επονομαζόταν Σπάρτη.

Την 17ην Μαρτίου, ως ημέρα ενάρξεως της Επαναστάσεως από τη Μάνη, βεβαιώνει και ο γιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ιωάννης, ο αποκαλούμενος «Γενναίος», ο οποίος στα απομνημονεύματά του, γράφει: «Την 17ην Μαρτίου, οι πρόκριτοι της Μάνης, συνεννοήθησαν να λάβωσιν τα όπλα κατά των Τούρκων, κατά δε την 23ην Μαρτίου, οι Μαυρομιχαλαίοι, Μούρτζινοι και λοιποί εισήλθον εις Καλάμας».

Για την ημέρα της ενάρξεως της Επαναστάσεως έχουν γραφεί πολλά από τους ασχολουμένους με την Ιστορίαν της.  Μεταξύ αυτών, ο Φωτάκος, Υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στα απομνημονεύματά του, γράφει: «Εσυνάχθησαν οι Μανιάται και εβγήκαν εις τας 22 Μαρτίου εις τας Καλάμας, ο Πετρόμπεης, οι Καπετανάκηδες, οι Κουμουνδουράκηδες, ο Π. Μούρτζινος και λοιποί καπεταναίοι».  Αλλά και ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στην Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, αναφέρει: « Η πρώτη προς συμπύκνωσιν των μερικών δυνάμεων του ΄Εθνους απόπειρα εγένετο υπό του ηγεμόνος της Μάνης, Πετρόμπεη, όστις προθύμως δράξας τα όπλα κατά Μάρτιον του 1821 και προελάσας εκ της χώρας αυτού εκυρίευσε τη 23η τας Καλάμας.  Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης ίδρυσεν αμέσως μετά των προεστώτων την Μεσσηνιακήν Γερουσίαν και εξέδωκε προκήρυξιν προς τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς υπογραφείσαν υπ’ αυτού ως Αρχιστρατήγου και των άλλων της Γερουσίας ταύτης μελών».

Μετά την απελευθέρωση της Καλαμάτας, οι Μανιάτες συμμετέχουν σ’ όλες τις μάχες της Επαναστάσεως, πρώτα στην Πελοπόννησο και κατόπιν σε ολόκληρη τη χώρα, όπου το καθήκον τους καλεί. Κατ’ αρχήν πλαισιώνουν τον Κολοκοτρώνη, που ήταν χωρίς στρατιώτες.

΄Όπως ο ίδιος γράφει: «Πήρα διακόσιους Μανιάτες από τον Μούρτζινο και εκατό από τον Πετρόμπεη και βαδίσαμε για την Καρύταινα, όπου κατά την μάχη με τους Τούρκους, οι Μανιάται έκαναν τότε έναν πόλεμο, που εμιμήθησαν τον Λεωνίδα».

Η συμβολή των Μανιατών στη Μάχη του Βαλτετσίου ήταν πραγματικά δική τους νίκη.  Εκεί πολεμούσαν τέσσερις Μαυρομιχαλαίοι, οι αδελφοί του Πετρόμπεη, Κυριακούλης και Αντώνιος και οι δύο γιοί του, ο Ηλίας και ο Ιωάννης, έφηβος ηλικίας 16 χρόνων.  Εκεί διακρίθηκε μεταξύ των άλλων Μανιατών, ο Ηλίας Τσαλαφατίνος, ο οποίος όταν η Διοίκηση του πρόσφερε δύο χιλιάδες γρόσσια, δεν τα δέχθηκε και είπε: «Είμαι πτωχός, δεν τα δέχομαι όμως διότι το ΄Εθνος είναι πτωχότερον».

Σ΄ εκείνη τη μάχη, τα αριστεία της ανδρείας έλαβε ο πρωτότοκος γιός του Πετρόμπεη, Ηλίας, αποκληθείς για την τόλμη του «Αχιλλεύς του Βαλτετσίου».  Τα δε αριστεία της στρατηγικής φρονήσεως, ο αδελφός του Πετρόμπεη, Κυριακούλης, ονομασθείς για τούτο, «Kλέαρχος ο Λακεδαιμόνιος».

Στην πολιορκία του Κάστρου της Μεθώνης, πέφτει γενναία μαχόμενος, την 8η Αυγούστου του 1821, ο Κωνσταντίνος Πιερράκος Μαυρομιχάλης, ανηψιός του Πετρόμπεη.

Δεν υπήρξε μάχη κατά την Επανάσταση, στην οποία δεν έλαβαν μέρος Μανιάτες.  Στην Τρίπολη, στο Νεόκαστρο, όπου στις επάλξεις του φρουρίου πέφτει νεκρός ο νεώτερος γιός του Πετρόμπεη, Ιωάννης, ηλικίας μόλις 20 χρονών.  Στη Μονεμβασιά, στα Δερβενάκια, στο ΄Αργος, στους Μύλους, στο Ναύπλιο.

Όταν ο ογκώδης στρατός του Δράμαλη έφθασε ανεμπόδιστος στο ΄Αργος, μία χούφτα Μανιατών, προσπάθησε να τον αναχαιτίσει, για να δώσει το χρόνο στους άλλους Πελοποννήσιους να προετοιμάσουν την άμυνα.  Φαίνεται, γιατί η Ιστορία δεν το διευκρινίζει, ότι επικεφαλής της ομάδος ήταν ο Γεωργάκης Μαυρομιχάλης.

Αλλά η Πελοπόννησος δεν ήταν η μόνη περιοχή που πολέμησαν οι Μανιάτες.  Αγωνίσθηκαν όπου το καθήκον τους καλούσε.  Στην Αθήνα, στο Κριεκούκι, στον ΄Οσιο Λουκά και στην Εύβοια, όπου στα Στείρα αγωνίζεται επικεφαλής στρατού Μανιατών, κατά του Κιουταχή, ο πρωτότοκος γιός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Ηλίας και πέφτει ηρωϊκά νεκρός.  Οι Ευβοιείς τον θεωρούν και τον τιμούν μέχρι σήμερα ως τοπικό Εθνικό τους ήρωα.  Αλλά και στο Φανάρι, της μακρινής Ηπείρου, βοηθώντας τους Σουλιώτες, φονεύεται ο ήρωας του Βαλτετσίου, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης και πολλοί Μανιάτες.

Τους θριάμβους των πρώτων χρόνων της Επαναστάσεως, αμαυρώνει το σαράκι του διχασμού, που οδηγεί στους εμφύλιους πολέμους.

΄Ας αφήσουμε τον Ιστορικό να περιγράψει τα δραματικά γεγονότα: «Ο στυγνός εγωϊσμός είχε διαστήσει τας δυνάμεις του γένους• τους αρίστους εν ταις βουλαίς, τους καλλινίκους στρατηγούς είχε τάξει κατ’ αλλήλων και σφαίραι ελληνικαί είχαν σχίσει τα στήθη που προτάχθηκαν κατά του Κεχαγιάμπεη, του Γιουσούφ, του Δράμαλη.  Κατά τον πανδάκρυτον τούτον αγώνα οι φιλοπόλεμοι Μανιάται δεν έβαψαν τας χείρας των εις των αδελφών αυτών το αίμα».

Με τις έριδες και τους εμφυλίους πολέμους, κινδυνεύει να χαθεί ό,τι με ποταμούς αίματος είχε κατακτηθεί.  Η Επανάσταση πνέει τα λοίσθια.

Ο Παπαφλέσσας πέφτει με τα ράσα ματωμένα στο Μανιάκι πολεμώντας τον Ιμπραήμ και στην αθανασία τον ακολουθούν ηρωϊκά αγωνιζόμενοι, ο Πιέρρος-Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Θανασούλης Καπετανάκης, ο Αντώνιος Πετρουνάκος και πολλοί άλλοι, επίλεκτοι Μανιάτες αγωνιστές.

Ο Ιμπραήμ, μετά την πτώση του Μεσολογγίου και την ερήμωση του Μωριά, με τον αξιόμαχο στρατό του κινείται να καταλάβει την μοναδική εστία της αντιστάσεως που παραμένει ακόμα, τη Μάνη.  Από τη Μεθώνη, στις 29 Μαϊου 1826, έστειλε επιστολή στον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και του ζητεί την παράδοση και την υποταγή της Μάνης.  ΄Εγραφε ο υπερφίαλος δυνάστης: « Διατάσσεσαι, χωρίς αναβολή καιρού, εις διορίαν ημερών δέκα, να παραδώσεις την πατρίδα σου, διότι θα την κάνωμεν ως την λοιπήν Πελοπόννησον και δεν θ’ αφήσωμεν μήτε ίχνος οσπιτίου».  Ο Γιωργάκης απήντησε μ’ ένα νέο «μολών λαβέ», γράφοντας στον Ιμπραήμ:

«Οι κάτοικοι της Μάνης σε περιμένουμε, με όσες δυνάμεις θελήσεις».

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη. Εάν έπεφτε και το τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας, η Επανάσταση διέτρεχε τον έσχατο κίνδυνο.  Για τούτο, η «Γενική Εφημερίς» της 9ης Ιουνίου 1826 έγραφε προς τους Μανιάτες: «Από εσάς μόνους κρέμεται την σήμερον να μην διαλυθώσιν ως όνειρον εις μίαν στιγμήν αι πραγματικαί ελπίδαι της Ελλάδος και όλου του χριστιανικού κόσμου.  Να μην μας γίνουν όνειδος τα πενταετή τρόπαιά μας. Να μην καυχηθεί ο Αιγύπτιος ότι αφού το Μεσολόγγι του έφθειρε τας περισσοτέρας του δυνάμεις, νικά πανταχού στην Πελοπόννησο και θριαμβεύει». Οι Μανιάτες όμως ήταν αποφασισμένοι να φανούν όμοιοι των προγόνων τους και όλοι να πέσουν ένδοξα όπως ο Λεωνίδας.

Στο Οχύρωμα της Βέργας του Αλμυρού, που δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένας προχειροκτισμένος μαντρότοιχος, υπήρχαν ως απόρθητα οχυρά τα στήθη των Μανιατών, που απέκρουσαν τις επανειλημμένες και λυσσαλέες επιθέσεις, που εξαπέλυσαν τα μανιασμένα στίφη του Ιμπραήμ και τα ανάγκασαν να υποχωρήσουν με μεγάλες απώλειες.

Η νίκη στη Μάχη της Βέργας, που διήρκεσε επί 5 ημέρες, από τις 22 έως τις 26 Ιουνίου 1826, είχε μεγάλη απήχηση μεταξύ όλων των Ελλήνων. Η «Γενική Εφημερίς» έγραφε στις 30 Ιουνίου: «Oι Σπαρτιάται (Μανιάται) έδειξαν και αυτήν την περίστασιν τω όντι ανδρείαν και καρτερίαν και ετίμησαν το οποίον φέρουσι όνομα, ώστε ο εχθρός αναγκασθείς μετά δεκάωρον αδιάκοπον μάχην να υποχωρήσει».

Τη Μάχη της Βέργας, που τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι, οι Μανιάτες τη συνόψισαν σ’ ένα στίχο, που τον απαγγέλλουν, όταν αντιμετωπίζουν ατομικές ή οικογενειακές δυσκολίες, για να πάρουν κουράγιο:

«Εγώ είμαι η Βέργα του Αρμυρού

και όσα με βρούσι τα μπορού».

Ο Ιμπραήμ, ταπεινωμένος δεν παραιτήθηκε από τα σχέδιά του.  Για να αιφνιδιάσει τους μαχητές της Βέργας, αποβιβάζει στρατιώτες τη νύχτα της 23ης Ιουνίου, στον έρημο Κόλπο του Διρού, για να τους πλήξει εκ των νότων.  Εκεί, βρίσκονταν μόνο γέροι και παιδιά, γιατί οι νέοι ήταν στη Μάχη της Βέργας και γυναίκες, που θέριζαν τα σπαρτά τους.  Με τα δρεπάνια, οι Μανιάτισσες αντιμετωπίζουν τους εισβολείς και πολεμώντας κράτησαν τη μάχη, μέχρι που να φθάσουν οι πολεμιστές από τη Βέργα.

΄Oταν οι μαχητές του Αλμυρού έφθασαν και είδαν τις γυναίκες τους με τα δρεπάνια να μάχονται, όρμησαν και πέταξαν στη θάλασσα και τα τελευταία υπολείμματα του στρατού του Ιμπραήμ. Η λαϊκή Μούσα, με θαυμάσιο οκτασύλλαβο στίχο αποθανάτισε τη Μάχη του Διρού.  Επιτρέψατέ μου να σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα.

Η μάχη έχει αρχίσει.  Και συνεχίζει το τραγούδι:

«Μά οι άνδρες όλοι ελείπασι,

ήταν στη Βέργα τ’ Αλμυρού,

όπου Τρωάδα ο πόλεμος

επάηνε δυό μερόνυχτα.

Μόνο τα γυναικόπαιδα

και γέροντες ανώφελοι

-γιατί ήτο θέρος- βρέθησαν

με τα δρεπάνια στα λουριά.

Καθόλου δε δειλιάσασι,

καθόλου δεν τρομάξασι,

μόν’ έδωκαν την είδηση,

στον Κωνσταντίνο με πεζόν.

Και κείνος ως πολέμαρχος

εσύναξε όλα τα χωριά

γράφει και στέλνει στ’ Αλμυρό

κι έδραμε κατά το Διρό.

Βλέπει γυναίκες να χερούν

και τα δρεπάνια να κρατούν,

τους Αραπάδες να χτυπούν.

«Εύγε σας, μεταεύγε σας,

γυναίκες, άνδρες γίνετε,

σαν ανδρειωμένες μάχεσθε

σαν Αμαζόνες κρούετε».

Είπε και εβρυχουμάνισε,

σαν το λιοντάρι στα βουνά.

Τους Τούρκους κόφτει αψήφιστα.

……………………………………………..»

Για την νίκη αυτή των γυναικών, η οποία ύψωσε αθάνατο μνημείο αρετής και ανδρείας και ταπείνωσε τον εμπρηστή της Πελοποννήσου, Ιμπραήμ, η «Γενική Εφημερίς» έγραψε: «΄Ηκουσε ίσως ο Ιμπραήμ ότι εις την Σπάρτην οπλοφορούσι και αι γυναίκες, αλλά ίσως δεν το επίστευσεν.  Ιδού τώρα ηξιώθη να το ίδη.  Πεντακόσιαι γυναίκες, έδραμον οπλισμέναι κατά των αποβάντων Αράβων.  ΄Οπου λοιπόν αι γυναίκες και τα παιδία οπλοφορούσι και πολεμούσι ας μην ελπίζει ο Ιμπραήμ να προκόψει.  Ιδού η Μάνη εθριάμβευσεν πάλιν και εταπείνωσεν την επηρμένην οφρύν του Ιμπραήμ».

Αλλά και μετά το Αλμυρό και το Διρό, οι Μανιάτες εταπείνωσαν τον Ιμπραήμ εις τον Πολυάραβον, όταν επιχείρησε από εκεί τον Αύγουστο να επιτεθεί κατά της Μάνης. ΄Εγραψε τότε η Εφημερίς «Ο Φίλος του Νόμου της ΄Υδρας» (1826, 2 Σεπτεμβρίου): «Οι Μανιάται ανεδείχθησαν και εις αυτήν την περίστασιν άξιοι της προγονικής φήμης και της ελπίδος της οποίας τρέφει περί αυτής η Ελλάς».

Το τρίπτυχον αυτό, των νικηφόρων μαχών Αλμυρού, Διρού και Πολυαράβου, το 1826 ήταν το τέλος του Ιμπραήμ και προετοίμασε τον τάφον του εις το Ναυαρίνον, όπου τα κανόνια των τριών Ναυάρχων κατέστρεψαν τον στόλον του και διέσωσαν την Ελευθερία των Ελλήνων.

Με ιστορική ακρίβεια μπορούμε να υποστηρίζουμε επομένως ότι, η Εθνεγερσία του 1821 άρχισε στις 17 Μαρτίου στην Αρεόπολη της Μάνης, με πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε την Καλαμάτα και πρώτο πολιτικό κείμενο της Ελεύθερης Ελλάδος, την διακήρυξη της 23ης Μαρτίου, του Πετρόμπεη προς τις Ευρωπαϊκές αυλές.

Ο υπέρ πάντων αγώνας εστοίχισε στην Μάνη χιλιάδες πολεμιστών, μεταξύ των οποίων εβδομήντα Μαυρομιχαλαίους.  Συγκινητική αλλά και υπόδειγμα ήθους και πατριωτισμού, είναι η Διαθήκη του Πετρόμπεη.

«΄Υψωσα -γράφει- τον προγονικόν μου οίκον δια να τον θυσιάσω αφειδώς και αταράχως δια την λαμπράν σου δόξαν φιλτάτη μου Πατρίς.  Δεν εόρτασα εορτήν Εθνικήν, νίκην Πανελλήνιον, χωρίς να κλαύσω τον θάνατον των υιών μου, των αδελφών μου, των οικείων μου, των συγγενών μου».

Η Ιστορία υπήρξε και δικαίως, φιλόστοργος για τις ηρωϊδες του Ζαλόγγου, οι οποίες προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση.

Δεν υπήρξε όμως τόσο φιλόστοργος και για τις Μανιάτισσες, που επί ολόκληρους αιώνες, ανέτρεφαν τα παιδιά τους, με την επιταγή να αγωνισθούν και να πεθάνουν για την Ελευθερία.  Ούτε για τις Αμαζόνες του Διρού, που δεν προτίμησαν τον θάνατο, αλλά θανάτωσαν τον επιδρομέα και διατήρησαν αδούλωτη τη Μάνη.  Χρειάσθηκαν 180 περίπου χρόνια, για να φιλοτεχνηθεί και να στηθεί στο χώρο του Διρού, όπου αντρειωμένα αγωνίσθηκαν, μνημείον που να συμβολίζει τον ηρωϊσμό και τις θυσίες τους.

Κυρίες και Κύριοι,

Η εξιστόρηση της συμβολής της Μάνης στον Αγώνα της Εθνεγερσίας, δεν μου επέτρεψε, ως ευνόητον, να αποτίσω φόρον τιμής και να αναφέρω τα ένδοξα ονόματα των πολλών οπλαρχηγών, των ναυμάχων και των πυρπολητών, που με το αίμα τους, συνέβαλαν στην ηρωϊκή Εξέγερση του Γένους.  ΄Οσα όμως εγώ παρέλειψα σήμερα από το τιμημένο ετούτο βήμα κρατεί ολόφωτα και ένδοξα η ιστορία των Ελλήνων, που αποτελεί Ιστορία πολιτισμού και υποδειγματικού ηρωϊσμού όλης της ανθρωπότητας.  Η δική μας ιστορία που φανερώνει πώς ένας ολιγάριθμος λαός, όταν είναι ψυχωμένος, μπορεί να υψωθεί με τις θυσίες του σε υπόδειγμα όλου του κόσμου.  Γιατί η δόξα ζεί μόνον όταν την τρέφουν οι θυσίες των ανθρώπων.  Και η δόξα των Ελλήνων ενσαρκώνεται στην εορτή της ιερής αυτής ημέρας.