Επειδή λόγοι υγείας, αλλά πρωτίστως και ηλικίας, με ανάγκασαν να μη βρίσκομαι στην επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αιωνίας σου ανάπαυσης, σου απευθύνω αυτό το γραπτό ύστατο χαιρετισμό και αυτός είναι το πώς σε γνώριζα επί 70 περίπου χρόνια, εξάδελφε Ηλία.
‘Ησουν το μικρότερο από τα 6 εν ζωή παιδιά της αείμνηστης θείας μου Μαριώς. Όταν ήσουν 4 με 5 ετών εχήρεψε από μια «κακιά ώρα» όπως λέμε στο χωριό και αγωνίστηκε να μεγαλώσει όλα αυτά τα παιδιά της, Πέτρο, Βενετσιάνο, Βαγγέλη, Μίμη, Ζαφειρούλα και εσένα το μικρότερο.
Πόση επιμονή και πάθος για τη ζωή και πόση αγάπη και όρεξη είχες για να γίνει καλύτερο το χωριό σου, σύγχρονο και πολιτισμένο, ώστε να αναπτύσσεται σε όλους τους τομείς: πολιτιστικά, αγροτικά, τουριστικά.
Θυμάμαι το 1948 που αμούστακο παιδί ανέβηκες στην Αθήνα, μέσα στη δίνη του εμφυλίου πολέμου. Που αλλού να πας; Στον θείο σου τον παπα-Γιώργη, και δούλεψες ως βοηθός σε κάποιο μπακάλικο εκείνης της εποχής, κάπου στις στήλες του Ολυμπίου Διός και επειδή έπρεπε κάποια ψώνια να τα πηγαίνεις στο σπίτι διαφόρων πελατών, το μαγαζί διέθετε ένα μικρό καροτσάκι με ρόλες ρουλεμάν και ένα ποδήλατο, αλλά ποδήλατο εσύ δεν ήξερες και προσπάθησες κάποιες Κυριακές ή Τετάρτες απόγευμα που είχες ελεύθερο χρόνο, να μάθεις. Πόση υπομονή και πείσμα σε διέκρινε στην εκμάθηση της οδήγησης ποδηλάτου, μέσα στα χωματένια στενά της Καισαριανής, μέχρι που εκτός από τα ματωμένα γόνατα, σκίσαμε και κανα δυό παντελόνια που έμπλεξαν στην αλυσίδα του ποδηλάτου.
Αργότερα το 1954-52 ως στρατιώτης του Ε.Σ. πόσο καμάρι και περήφανος αισθανόσουν που ήσουν στο Λόχο Βαθμοφόρων, ως Λοχίας, εσύ ένα παιδί «επαρχιωτάκι» όπως έλεγες. Το καλοκαίρι του 1954 σε θυμάμαι να ανεβοκατεβαίνεις το δρόμο του βουνού Καταφύγιο Τσερίων – Αγία Παρασκευή Ταϋγέτου (Κοψολαιμέικα), μια απόσταση περίπου 20 χιλιομέτρων, έχοντας πολλές φορές και μια αντένα κάποιου ξερού έλατου στον ώμο σου, μήκους 6 έως 8 μέτρων, για να τη χρησιμοποιήσεις ως στήριγμα στην κληματαριά του σπιτιού σου.
Το 1955 το καλοκαίρι σε θυμάμαι να συμμετέχεις ενεργά και υπεύθυνα στην πολιτιστική ανάπτυξη του χωριού μας μετέχοντας σε πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως στο θεατρικό έργο «Γκόλφω» στο ρόλο του Κίτσου.
Εν συνεχεία δημιούργησες οικογένεια, παντρεμένος με την αφοσιωμένη Λιλίκα σου μέσα στις δύσκολες στιγμές της καθαρά αγροτικής σου δραστηριότητας, απέκτησες δύο αγγελούδια την Μαρία και τον Στράτη και θυμάμαι που έλεγες: «έχω οργώσει τόσα χωράφια (λαχίδια με πολλές αγκωνές με κατσάβραχα) κάθε χρόνο στην αρχή με βόδια και εν συνεχεία με την μούλα, που αν τα έσμιγες στη σειρά, θα έπιαναν σε έκταση όλη τη Μεσσηνία» και κάθε χρόνο το μάζεμα και το θέρισμα το αλώνισμα και το λίχνισμα των δημητριακών και τέλος να πηγαίνεις το στάρι στο Βιρό στους νερόμυλους για να κάνεις αλεύρι. Να ασχολείσαι με το μάζεμα της ελιάς από τις αρχές του Νοέμβρη μέχρι το τέλος του Φλεβάρη στα δικά σου αλλά και για να βοηθήσεις κάποιους συγχωριανούς, όπως ακριβώς σε βρήκα μια Κυριακή μεσημέρι να ανακατεύσεις ένα τελευταίο χαρμάνι τσιμέντο, μπροστά στο μαγαζί του Σωτήρη Σαφιολέα του «Κουτσού», για να στρώσετε το δρόμο, να μπορεί να έρθει το αυτοκίνητο μέχρι την πλατεία του Ταξιάρχη, όνειρο μεταπολεμικής ιδέας, για να έρθει κάποιος πλανόδιος πραματευτής να φέρει φρούτα, ψάρια ή κάθε άλλο εμπόρευμα να το δεχθούμε και εμείς «φρέσκο» όπως έλεγες και όχι να το κουβαλάμε με μουλάρια από την Καρδαμύλη ή το Προσήλιο (Λιασίνοβα) ή ακόμη και από την Καλαμάτα μες τον ήλιο με το μουλάρι.
Όταν τελικά τη δεκαετία του 1980 αποφάσισες μια και ήσουν δεμένος με τα δρώμενα του χωριού να ασχοληθείς με τα κοινά, να γίνεις και εσύ μπροστάρης στην ανάπτυξη του μικρού σου χωριού σκεπτόμενος ότι οι διάφορες συναντήσεις μέσω Νομαρχίας με άλλες κοινότητες και Κοινοτάρχες θα άκουγες περισσότερες και καλύτερες προτάσεις για το καλό του τόπου σου, αποφάσισες να βάλεις υποψηφιότητα ως Πρόεδρος Κοινότητας και εξελέγης για μια δεκαετία, θυμάμαι πόση αγωνία αλλά και δέσμευση είχες όλα αυτά τα χρόνια της προεδρικής σου θητείας, ως Κοινοτάρχης.
Πόσα βράδια δεν φύγαμε από την ταράτσα του σπιτιού μου στην Λιμπόχοβα (Ζαχαριά) για να ανεβούμε στα τελευταία σπίτια στα Γιατρέϊκα και εν συνεχεία στου Κουτρούλη και στη δεξαμενή για να δούμε αν τρέχουν οι βρύσες, αν υπάρχει νερό ή στο Λεφτίνι να δούμε αν η αντλία λειτουργεί κανονικά γιατί τότε έκανες και το εσωτερικό δίκτυο ύδρευσης σε κάθε σπίτι, επειδή είχαμε άφθονο νερό και από τη δεύτερη πηγή νερού που έπεσε στο αρχικό δίκτυο της Λιασοβάς, που λόγω υψομετρικής διαφοράς υπήρχε μεγάλη πίεση και έσπαγαν οι σωλήνες.
Πόση αγωνία, (ως και υποθήκη της ιδιωτικής σου περιουσίας έβαλες το σπίτι που με πολύ κόπο είχες φτιάξει στην Καλαμάτα), δεν αντιμετώπισες για το δρόμο των κάτω οικισμών Πεδινού και Καταφυγίου όπου και η κατοικία σου.
Πόσα εμπόδια δεν αντιμετώπισες για τον δρόμο της Λιμπόχοβας να ενωθεί με τον κάτω δρόμο, αλλά θυμάμαι και αρχικά από την Ασκαδαρίτσα που κατέβασες (τσιμεντόστρωσες) με την πλατσίτσα της Λιμπόχοβας πόση διαφωνία είχαμε για αυτό το λόγο! πως το τσιμέντο χάλασε το μισοκατεστραμμένο καλντερίμι του δρόμου που ένωνε την Λιμπόχοβα με τους επάνω οικισμούς. Τότε είχα τόσο θυμώσει που την πρώτη εβδομάδα δεν κατέβαζα το αυτοκίνητό μου στη Λιμπόχοβα και το άφηνα επάνω στο Σωποτό παρότι εσύ επέμενες ότι έτσι όπως ήταν το καλντερίμι δεν μπορούσε άνθρωπος να το διαβεί και εσύ ως Κοινοτάρχης ενδιαφερόσουν για την σωματική ακεραιότητα των κατοίκων και την εξυπηρέτησή τους, μεταφέροντας διάφορα βαριά αντικείμενα, όπως ψυγείο, κουζίνα κ.λπ. στα σπίτια τους.
Και πράγματι έτσι ήταν, ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι και με έναν μουντό καλοκαιρινό ουρανό κατεβαίνοντας από τα πάνω Τσέρια με τη θεία μας τη Γεωργίτσα τη Μπάκενα που είχε παραμείνει στο μαγαζί της κόρης της, μια και θα είχε παρέα θα κατεβαίναμε μαζί στη Λιμπόχοβα όταν φθάσαμε εκεί στο αλώνι των Μπενέων που οι λάμπες της ΔΕΗ ή δεν φωτάνε τον δρόμο από τα φύλλα των δέντρων που τις κρύβουν ή είναι πολλές φορές καμένες. Άκουσα δίπλα μου τη θεία μας να λέει «μπα! καλή του ώρα του ανηψιοού μου του Κάτσουλα που τσιμεντόστρωσε τον δρόμο! αλλιώς θα είχαμε σκοτωθεί εμείς οι Λιμποχωρίτες» και τότε κατέκρινα τον εαυτό μου, στο είπα την επομένη μέρα που σε είδα, για τις αντιρρήσεις και διαφωνίες που διατύπωνα, αλλά επειδή και εγώ πεισματάρης Τσεριώτης, αντιπρότεινα ότι θα μπορούσε να επισκευασθούν τα κατεστραμμένα αγκωνάρια, αλλά και τα 3-4 σκαλιά εκεί στη ρούγα της Παναγίας που τσιμεντοστρώθηκε αργότερα μπροστά στο βράχο που παίζαμε τρίλιζα. Τι θα γινότανε; Θα σκαρφάλωνε το αυτοκίνητο;
Στο δρόμο πάλι της Λιασοβάς και τι δεν ακούστηκαν! Αλλά η Λιασοβά ήταν λιότοπος για το χωριό και ήταν απαραίτητο να πάει αγροτικός δρόμος, όπως έλεγες, να μπορεί ο καθένας να μεταφέρει τα τσουβάλια, τις ελιές ή τα λιπάσματα σ’ αυτή την απόσταση των 2-3 χιλιομέτρων χωρίς να χρησιμοποιεί όπως παλιά τα ζώα γι’ αυτές τ ις μεταφορές, γιατί και τα ζώα θα λείψουν, λόγω των αυτοκινήτων, αλλά και οι χωρικοί και ζώα να έχουν, δεν θα μπορούν να τα φορτώνουν και να τα ξεφορτώνουν αφού θα γερνούν, και όμως κατόρθωσες παρ’ όλα τα εμπόδια και τις κακόβουλες διαδόσεις να πας με τη δική σου και μόνο επιμονή από άλλη κατεύθυνση το δρόμο που ικανοποίησες και άλλες περιουσίες (κτήματα).
Έτσι σε γνώρισα μια ολόκληρη ζωή να θέλεις να εξυπηρετήσεις τον συνάνθρωπό σου με επιμονή και υπομονή, με ζήλο για ένα καλύτερο αύριο του τόπου μας. Αλλά και με τη δική σου ευρύτερη οικογένεια φρόντισες να ενώσεις με τα πατρογονικά δεσμά των Ταβουλαραίων αφού κάποιο καλοκαίρι και μάλιστα στη γιορτή του εγγονού σου Ηλία μάζεψες όλο το σόι, ξαδέλφια, ανήψια, εγγόνια για να γνωριστούν μεταξύ τους.
Πράγματι η ζωή μας επιβραβεύει ως προς την κοινωνικοποίηση και την αναγνώριση της προσφοράς μας ως πολίτες, η Άτροπος όμως μοίρα μας δίνει το πιο πικρό φαρμάκι από τα τόσα που έχουμε στο διάβα της ζωής μας καταπιεί. Να θρηνήσεις εν καιρώ ειρήνης το δικό σου παιδί, τον αξιαγάπητο, ευγενικό και πάντα πρόθυμο Στράτη σου. Να πας εκεί και να τον συναντήσεις και να τον μαλώσεις που δεν πρόσεχε έγκαιρα τον εαυτό του, ενώ έτρεχε να φροντίσει όλους τους άλλους.
Καλό ταξίδι ξάδελφε και να ξέρεις ότι η κόρη σου Μαρία, ο γαμπρός σου, η νύφη σου, τα εγγόνια σου, πάντα θα σε θυμούνται μέχρι που ο δισέγγονός σου που θα μάθει για σένα θα σε αναφέρει στη θύμησή του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.
Βαγγέλης Μπενέας