Φίλε Ηλία,
Νύχτα βροντώδης, θύελλα καταιγιστική έλαβα το μήνυμά σου. Δεν με ξέχασες ούτε την τελευταία σου στιγμή. Η σκιά σου πέρασε σα σίφουνας από κοντά μου, κι ακούστηκαν λόγια, ενδείξεις αποχαιρετισμού…
Τον τελευταίο καιρό δοκιμαζόσουνα και μας προετοίμαζες, περιμένοντας αγωνιώντας στο πέρασμά σου. Έτσι ο καιρός σιγά – σιγά άδειαζε την κλεψύδρα… Τώρα δείχνεις το δρόμο, που οδηγεί ο δρόμος…
Ο ήλιος για σένα κουράστηκε να γέρνει και η ψυχή έψαξε να βρει αραξοβόλι, από το σώμα της να ελευθερωθεί, χαράζοντας νέους ορίζοντες, πορείες, μην ξέροντας για που τραβά η στράτα. Της μοίρας τ’ αστέρι χάθηκε σε άλλους κόσμους τ’ ουρανού, δε λάμπει πια κι εσύ βουβός μάρτυρας αυτής της τραγωδίας…
Ο χρόνος που κυλά τα παίρνει όλα μαζί του, φρούδες ελπίδες, αυταπάτες και μάταιες προσμονές… Ψηλά, τα πρώτα τ’ αστέρια τρεμοσβήνουν, δείχνοντας τ’ άπειρο. Μέσ’ τη γαλήνια αυτή σιωπή πλανάται στον αέρα των πάρα πολλών εκείνων χρόνων, μια μεγάλη «φιλία» που έφυγε μαζί με τις αναμνήσεις, μετέωρη, αιωρούμενη στο χρόνο…
Παρόν, παρελθόν, μέλλον, χρόνοι ρευστοί, ανάκατοι, ζωή ένα ταξίδι στο πουθενά. Έτσι ελευθερώθηκες από τα δεσμά, ολάνοιχτος, τώρα καινούργιος κόσμος σου προβάλλει, μ’ ένα σώμα άπραγο μέσ’ τη σιωπή, κάτω από μιας αφέγγαρης σκοτεινιάς, ταξίδι που το κατάπιε ο χρόνος στα έγκατά του..!
Μεγάλε φίλε! Καλό σου ταξίδι, καλή αντάμωση και πάλι, σε καινούργιες γειτονιές…! Οι σκέψεις μας, αξέχαστε φίλε, θα σε συντροφεύουν…!
Η.Π. Κοκκέας