ΕΦΗ ΞΑΝΘΕΑ

Πέρασαν εννέα γεμάτες δεκαετίες από τότε που ήρθες στη ζωή και όταν τις αναλογισθείς νομίζεις ότι ήταν χθες.

Γνώρισες βασιλείες, δικτατορίες, δημοκρατίες, γερμανική κατοχή, αντίσταση, εμφύλιο πόλεμο, πολιτικές αντιπαραθέσεις, φυσικές καταστροφές, μνημόνια και πανδημία, πολλή αγωνία αλλά και ελπίδα για την επόμενη ημέρα όπως άλλωστε όλη η γενιά σου.

Γνώρισες όμως και επιστημονικά επιτεύγματα, κατάκτηση των αιθέρων, να πατά ο άνθρωπος στο φεγγάρι, να γίνεται μεταμόσχευση ανθρώπινης καρδιάς και τεχνολογικές κατασκευές θαυμαστές, τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο, ίντερνετ, αλλά και να πηγαίνεις με αυτοκίνητο έξω από την πόρτα του σπιτιού σου στο χωριό που γεννήθηκες.

Τη δεκαετία του ’30 μια μικρή παπαδοπούλα μεγαλώνει μέσα σε ένα σπιτικό με παππού, γιαγιά και πολλούς συγγενείς, ενός νεο-χειροτονημένου ιερέα σε ένα απομονωμένο χωριό στις δυτικές υπώρειες του Ταϋγέτου, που η επικοινωνία γινόταν πεζοπορώντας στους κατηρημαγμένους δρόμους.

Μεγάλη αγάπη και λατρεία προς τη μικρή Έφη είχαν οι γονείς της, αφού προ τριετίας που είχαν συνδέσει τη μοίρα τους, είχαν χάσει την πρώτη τους κόρη πριν καλά βαπτιστεί.

Με τη μητέρα της να τη φροντίζει, όπως άλλωστε όλες οι μανάδες, με περισσή στοργή και αγάπη, μια και ως μοδίστρα του χωριού ήταν ολημερίς στο σπίτι μαζί της. Έτσι είχε περισσότερο χρόνο να ασχολείται με τη μικρή Έφη, όχι μόνο για τροφή και ενδυμασία της αλλά και με τα λίγα γράμματα που ήξερε στην όλη διαπαιδαγώγησή της με αξίες και χριστιανικές αρετές, όπως άλλωστε και τα άλλα παιδιά της. Και η μικρή Έφη έγινε μια καλή μαθήτρια όλο υγεία, ροδοκόκκινη με τα κοτσιδάκια της να πηγαινοέρχονταν στους ώμους της, τρεχοβολώντας στα σοκάκια του χωριού, παίζοντας με όλα τα παιδιά, αφού με τον καλό της χαρακτήρα είχε μόνο φίλους.

Και ήρθε η δεκαετία του ’40 που έφερε τα πάνω – κάτω. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος με τα πρώτα κατοχικά χρόνια και εν συνεχεία ο χειρότερος εμφύλιος.

Ευτυχώς που ο πατέρας μας, ο παπα-Γιώργης ο Μπενέας πάντοτε σοβαρός και ακριβοδίκαιος στις αποφάσεις του έφυγε για την πρωτεύουσα όχι του νομού, την Καλαμάτα, αλλά στην Αθήνα, αφού μαζί του πήρε τα άλλα δύο παιδιά, την Τασία και τον Βαγγέλη, που πήγαιναν στο σχολείο και τον 18χρονο ανηψιό του Μίμη, γιο της αδελφής του Μαριγώς που ήταν χήρα.

Έφηβη και η Έφη ανέβηκε στην Αθήνα και εγγράφεται στη Σχολή Ραπτικής – Κοπτικής και σε δύο χρόνια είχε γίνει τέλεια μοδίστρα. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 δημιούργησε στο χωλ των δύο δωματίων στο σπίτι της οδού Αγ. Πολυκάρπου στην Καισαριανή, που μέναμε, ένα ατελιέ όπου ερχόταν οι γυναίκες για πρόβα και άκουγα να λένε τα καλύτερα λόγια για την καλή εφαρμογή που είχαν τα ρούχα που έραβες.

Η θεία μας η Πότενα έλεγε: «Παιδάτσι μου κατά μάνα δες και κόρη» αφού άξια μοδίστρα ήταν και η μάνα μας, όλα τα νυφικά του χωριού, η Σοφία τα έραβε.

Το 1957 δημιούργησες τη δική σου οικογένεια και ασχολήθηκες με την ανατροφή των παιδιών σου της Βέρας και του Σωτήρη που μαζί με τον αείμνηστο Σταύρο ενώσατε τις τύχες σας.

Δύσκολες εποχές οικονομικά και οι ανάγκες πολλές όσο τα παιδιά μεγαλώνουν.

Χάρις στη νοικοκυροσύνη σου και στα απολύτως απαραίτητα πήρες το κουμάντο και κατάφερες να σπουδάσεις τα παιδιά σου. Ο Σωτήρης σου σπούδασε χημικός και τώρα βρίσκεται σε πανεπιστήμιο της Αμερικής στην πολιτεία Ουάσιγκτον και η Βαρβάρα παντρεύτηκε, δημιούργησε δική της οικογένεια υπάλληλος Δ.Ο.Υ.

Η βάσκανος μοίρα είναι αναπάντεχη. Η ζωή αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, χαρές και λύπες, αγωνίες και ελπίδες για το τι θα φέρει το αύριο.

Πόσο νωρίς το δρεπάνι του Χάρου ήρθε και πήρε το γαμπρό σου, τον άντρα της κόρης σου, Δημήτρη και έμεινε η Βέρα χωρίς σύντροφο να μοιράζεται τις αγωνίες, τις χαρές, τις λύπες που έχει δημιουργήσει η μοίρα των ανθρώπων.

Μεγάλη μαχαιριά τάραξε, συθέμελα, όλη την οικογένεια και η Έφη με περίσσεια ψυχική δύναμη το αντιμετώπισε και προχώρησε στον καινούργιο Γολγοθά που ανοιγόταν μπροστά της ενσωματώνοντας την οικογένεια της κόρης της της Βέρας με τον μικρό της Γιώργο έχοντας πάντα την ελπίδα ότι και ο γιος της θα έρθει από την Αμερική.

Έφθασες μέχρι το βορειοδυτικό άκρο της Αμερικής, το Σιάτλ, να καμαρώσεις το γιο σου με την οικογένειά του και να έρθεις να μας διηγηθείς όσα είδες και γνώρισες εκεί στον νέο κόσμο που μένει ο γιος σου.

Αλλά ο πανδαμάτωρ χρόνος λόγω και ηλικίας έδωσε τέλος στη ζωή του άντρα σου του Σταύρου που επί 63 χρόνια βρισκόσαστε ο ένας δίπλα στον άλλο.

Ο χρόνος είχε περάσει και οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν και εκείνη η καλωσυνάτη, καλόβολη, χαμογελαστή γυναίκα αλλά με λόγο, δυναμισμό και θάρρος γνώμης κατέρρευσε και όλα πήραν τον αιώνιο δρόμο τους: φθορά της ύλης και αφθαρσία της ψυχής.

Με πολλή θλίψη και πόνο αλλά και αγάπη και σεβασμό στη μεγάλη μου αδελφή εύχομαι: το χώμα το Τσεριώτικο που τη σκεπάζει να είναι ελαφρύ.

Καλή αντάμωση αδελφή εκεί που οι ψυχές συναντώνται.

Βαγγέλης Μπενέας